Λίβυος στρατιωτικός και πολιτικός, γνωστός για τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του και τις ασυνήθεις πρακτικές του. Κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή τη Λιβύη από το 1969 έως το 2011 και έπεσε θύμα της «Αραβικής Άνοιξης», που έπληξε και την χώρα του.
Ο Μουαμάρ Μουχάμαντ Αμπνταλσαλάμ Αμπού Μινιάρ αλ- Γκαντάφι ή Καντάφι, ευρύτερα γνωστός ως Συνταγματάρχης Καντάφι, γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου 1942 σε μια σκηνή κοντά στην πόλη Σύρτη της δυτικής Λιβύης, από γονείς κτηνοτρόφους.
Αρχικά γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Βεγγάζης για να σπουδάσει ιστορία, αλλά στην συνέχεια αποφάσισε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Φοίτησε στην στρατιωτική ακαδημία της Βεγγάζης, ενώ φημολογείται ότι πέρασε και από την ελληνική Σχολή Ευελπίδων. Το 1964 ίδρυσε μαζί με άλλους χαμηλόβαθμους αξιωματικούς την συνωμοτική οργάνωση «Κίνημα Ελεύθερων Αξιωματικών», στο πρότυπο του ινδάλματός του, του Αιγύπτιου προέδρου Νάσερ, με σκοπό την ανατροπή του βασιλιά Ιντρίς , που θεωρούνταν άνθρωπος της Δύσης.
Η ευκαιρία δόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, όταν η λαϊκή δυσαρέσκεια είχε ενταθεί, εξαιτίας της συγκέντρωσης του πλούτου από το πετρέλαιο στα χέρια της βασιλικής οικογένειας και του στενού της κύκλου. Σημαντικό ρόλο, εκτός του Νάσερ, έπαιξε και η έξαρση του αραβικού εθνικισμού στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Την 1η Σεπτεμβρίου 1969, ο λοχαγός Καντάφι επικεφαλής ομάδας στρατιωτικών οργάνωσε πραξικόπημα και εκθρόνισε τον Ιντρίς, ο οποίος βρισκόταν για λόγους υγείας στην τότε διάσημη λουτρόπολη των Καμένων Βούρλων στην Φθιώτιδα.
Αφού εξουδετέρωσαν τον διάδοχό του πρίγκιπα Σαγίντ Σανουσί , οι πραξικοπηματίες κατάργησαν τη μοναρχία και ανακήρυξαν την Λιβυκή Αραβική Δημοκρατία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν αμέσως το νέο καθεστώς, που, όμως, άρχισε να εξελίσσεται σε μια στυγνή δικτατορία, όταν ο Καντάφι επέβαλε την αρχή του ενός ανδρός και κυβερνούσε την χώρα με σιδερένια πυγμή .
Ο νεαρός στρατιωτικός ενσάρκωνε την ιδιοσυγκρασία των φυλών της Σύρτης, απ' όπου καταγόταν: έντονο πνεύμα ανεξαρτησίας, βαθιές ισλαμικές πεποιθήσεις, πίστη σε ένα κοινοτικό τρόπο ζωής και απέχθεια για τον αστικό τρόπο ζωής. Πάνω σε αυτή την βάση θα γράψει το 1975 το περίφημο «Πράσινο Βιβλίο», όπου θα εκθέσει την πολιτική του φιλοσοφία, η οποία βασίζεται στην απόρριψη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την υιοθέτηση της άμεσης δημοκρατίας δια μέσου ενός τύπου σοσιαλισμού, που καταργεί την μισθωτή εργασία και την αντικαθιστά με την αυτοαπασχόληση και τη συνεταιριστική οικονομία.
Οι ελπίδες της Δύσης ότι θα προσεταιρισθεί το νέο καθεστώς διαψεύστηκαν, όταν ο Καντάφι προσέγγισε την Σοβιετική Ένωση και εθνικοποίησε την πετρελαϊκή βιομηχανία της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα. Την ίδια περίοδο απαλλοτρίωσε τις περιουσίες της ιταλικής και εβραϊκής κοινότητας, αλλά και πολλών Ελλήνων, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την χώρα.
Ο Καντάφι με το εθνικιστικό και αντιμπεριαλιστικό του προφίλ ασκεί γοητεία σε μια μερίδα της διεθνούς κοινής γνώμης. Στην χώρα μας, μια ομάδα νεαρών χουντικών αξιωματικών, οι λεγόμενοι «Κανταφικοί», αποτελούν τους σκληρούς του καθεστώτος της 21ης Απριλίου. Το 1977 ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου επισκέπτεται τον Καντάφι στην σκηνή του και δηλώνει για το καθεστώς του: «Δεν είναι στρατιωτική δικτατορία. Το αντίθετο μάλιστα. Πρόκειται για μια διακυβέρνηση στα πρότυπα του δήμου των αρχαίων Αθηναίων»
Ήταν η εποχή, που η Λιβυκή Αραβική Δημοκρατία είχε μετεξελιχθεί στο Μεγάλο Σοσιαλιστικό Λαϊκό Λιβυκό Αραβικό Κράτος των Μαζών, ένα είδος λαϊκής δημοκρατίας, σε εφαρμογή του «Πράσινου Βιβλίου». Γεμάτος αυτοπεποίθηση ο Καντάφι επιτίθεται με τον στρατό του στην γειτονική Αίγυπτο, επειδή επρόκειτο να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ, αλλά θα υποστεί δεινή ήττα στις τέσσερις ημέρες που κράτησε ο πόλεμος (21-24 Ιουλίου 1977). Την δεκαετία του ογδόντα πληθαίνουν οι κατηγορίες εναντίον του Καντάφι ότι το καθεστώς του υποθάλπει την διεθνή τρομοκρατία και ότι κατέχει όπλα μαζικής καταστροφής. Στις 17 Απριλίου 1984, η αγγλίδα αστυνομικός Ιβόν Φλέτσερ σκοτώθηκε από πυροβολισμό που ρίχτηκε από την πρεσβεία της Λιβύης στο Λονδίνο, κατά την διάρκεια διαδήλωσης κατά του Καντάφι.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1985 πολύνεκρες εκρήξεις στα αεροδρόμια της Ρώμης και της Βιέννης με στόχους επιβάτες της ισραηλινής αεροπορικής εταιρείας «Ελ -Αλ» αποδίδονται στις μυστικές υπηρεσίες της Λιβύης. Το ποτήρι για το αμερικανό πρόεδρο Ρίγκαν θα ξεχειλίσει στις 5 Απριλίου 1986, όταν μια βόμβα που θα εκραγεί στην ντισκοτέκ «Λαμπέλ» του Βερολίνου θα προκαλέσει τον θάνατο ενός αμερικανού πολίτη. Και αυτή η τρομοκρατική ενέργεια δείχνει δάκτυλο του Καντάφι. Το διήμερο 14 και 15 Απριλίου 1986, οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν στρατιωτική δράση κατά της Λιβύης. Από τους βομβαρδισμούς σε Τρίπολη και Βεγγάζη σκοτώνονται 60 άνθρωποι και η θετή κόρη του Καντάφι. Οι Αμερικανοί χάνουν ένα μαχητικό αεροσκάφος F-111 με το διμελές πλήρωμά του.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 21 Δεκεμβρίου 1988, ένα Μπόινγκ 747 της αμερικανικής αεροπορικής εταιρεία «Παν - Αμ» συντρίβεται στο Λόκερμπι της Σκωτίας, με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο οι 259 επιβαίνοντες, καθώς και 11 κάτοικοι της πόλης. Το αεροπλάνο εκτελούσε πτήση από τη Φραγκφούρτη στο Ντιτρόιτ και η πτώση του αποδόθηκε σε έκρηξη βόμβας, που είχαν τοποθετήσει Λίβυοι πράκτορες. Στις 14 Απριλίου 1992, ο ΟΗΕ και η τότε ΕΟΚ (νυν Ε.Ε) αποφασίζουν την επιβολή αεροπορικού εμπάργκο κατά της Λιβύης, επειδή αρνείται να παραδώσει τους δύο υπόπτους για την κατάρριψη του αμερικανικού τζάμπο.
Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται δύσκολα για τον Συνταγματάρχη Καντάφι, μετά την διάλυση του κομμουνιστικού στρατοπέδου στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα. Έτσι αποφασίζει να αλλάξει τελείως ρότα και να προσεταιρισθεί την Δύση.
Το 1999 παραδίδει τους δύο λίβυους υπόπτους για την υπόθεση Λόκερμπι και το 2001 κηρύσσει πόλεμο κατά της Αλ Κάιντα, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου σε Νέα Υόρκη και Ουάσιγκτον. Επίσης προσφέρεται να καταστρέψει τα όπλα μαζικής καταστροφής που διαθέτει. Στις 24 Απριλίου 2004 οι ΗΠΑ ανταποκρίνονται στις χειρονομίες Καντάφι και αίρουν το οικονομικό εμπάργκο που επέβαλαν στη Λιβύη πριν από 18 χρόνια. Στις 15 Μαΐου 2006 οι δύο χώρες συνάπτουν διπλωματικές σχέσεις και στις 5 Σεπτεμβρίου 2008 η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις, επισκέπτεται τη Λιβύη, θέτοντας τέλος στην αμοιβαία εχθρότητα δεκαετιών.
Ο Συνταγματάρχης Καντάφι γίνεται επιτέλους δεκτός από την Δύση και ευπρόσδεκτος για τις επενδύσεις του κυρίως στην Ιταλία και τις άδειες που μοιράζει αφειδώς για πετρελαϊκές έρευνες στο έδαφος της Λιβύης. Στις 9 Ιουνίου 2010 ο Καντάφι επιφυλάσσει θερμή υποδοχή στον Έλληνα πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου και οι δυο τους υπογράφουν συμφωνία στρατηγικής οικονομικής συνεργασίας. Ο «μήνας του μέλιτος» του Καντάφι με την Δύση θα λήξει στις αρχές του 2011 με την έκρηξη της λαϊκής οργής στον αραβικό κόσμο, γνωστή ως «Αραβική Άνοιξη», που σάρωσε τα διεφθαρμένα καθεστώτα της Τυνησίας και της Αιγύπτου. Στις 17 Φεβρουαρίου 2011 ήταν η σειρά των Λίβυων να ξεσηκωθούν και να ζητήσουν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην χώρα αρχίζει. Το προπύργιο των ανταρτών βρίσκεται στην Βεγγάζη, στα δυτικά της χώρας. Στις 17 Μαρτίου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επιβάλλει καθεστώς απαγόρευσης πτήσεων στον εναέριο χώρο της Λιβύης και την χρήση όλων των απαραιτήτων μέτρων για την προστασία των αμάχων. Δύο ημέρες αργότερα ο διεθνής συνασπισμός με επικεφαλής την Γαλλία, την Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ ξεκινά αεροπορικές επιδρομές κατά των καθεστωτικών δυνάμεων. Η Ελλάδα δηλώνει συμμετοχή και θέτει τις βάσεις της Σούδας, του Αράξου και του Ακτίου στην διάθεση του Συνασπισμού.
Η εμφύλια διαμάχη αρχίζει σταδιακά να στρέφεται υπέρ των αντιπάλων του Καντάφι. Ένας μετά των άλλον οι δικοί του άνθρωποι τον εγκαταλείπουν. O κλοιός γύρω του σφίγγει. Στις 20 Οκτωβρίου 2011, στην προσπάθειά του να διαφύγει από την χώρα, συλλαμβάνεται από αντιπάλους του και δολοφονείται με απάνθρωπο τρόπο.
1972
Οι Πόλεμοι του Βακαλάου
Με αυτό τον περιφραστικό όρο εννοούμε μια σειρά αντιπαραθέσεων μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Ισλανδίας, που κράτησε σχεδόν ένα αιώνα (1893-1976) και αφορούσε κυρίως τα αλιευτικά δικαιώματα στην ανοικτή θάλασσα του Βόρειου Ατλαντικού. Είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.
Η αντιπαράθεση μεταξύ των ψαράδων, αλλά και των πολεμικών σκαφών των δύο χωρών, ήταν έντονη και πολλές φορές έφθασε στα όρια της σύρραξης. Πάντοτε, όμως, η μικροσκοπική Ισλανδία κατάφερνε να επιβάλει τη θέλησή της απέναντι στην άσπονδη φίλη και σύμμαχό της στο ΝΑΤΟ, Μεγάλη Βρετανία.
Καθώς τα αλιεύματα συνεχώς μειώνονταν, οι ψαράδες αναζητούσαν νέες θαλάσσιες περιοχές, πολλές από τις οποίες ανήκαν στη δικαιοδοσία και την κυριαρχία άλλων κρατών, ξένων προς αυτούς. Η χρησιμοποίηση του ατμού στα πλοία το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα τούς έδωσε ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Μεγάλη Βρετανία και Ισλανδία εξαρτούσαν πολλά από την αλιεία, κυρίως η Ισλανδία, της οποίας το 25% του εργατικού δυναμικού ήταν ψαράδες.
Ο «Πρώτος Πόλεμος του Βακαλάου» καταγράφεται το 1893, όταν η Δανία, που κατείχε τότε την Ισλανδία, επέβαλε αλιευτικό όριο 13 ναυτικών μιλίων (24 χιλιομέτρων) γύρω από τις ακτές της για τα ξένα πλοία. Οι βρετανικές μηχανότρατες αψήφησαν την απαγόρευση, αλλά το δανικό ναυτικό επέδειξε αποφασιστικότητα και απάντησε με κατασχέσεις πλοίων και μεγάλα πρόστιμα στους ναυτικούς. Η βρετανική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι διακυβεύεται το μέλλον της αλιευτικής της βιομηχανίας, ήλθε με βαριά καρδιά σε συμφωνία με τη Δανία. Τα βρετανικά πλοία θα μπορούσαν να προσορμίζονται στην Ισλανδία, αλλά δεν μπορούσαν να ψαρεύουν μέσα στην απαγορευμένη ζώνη των 13 ναυτικών μιλίων.
Όταν η μηχανότρατα «Caspian» το 1899 παραβίασε τη συμφωνία, η αντίδραση των Δανών ήταν άμεση. Το πλοίο κανονιοβολήθηκε και υπέστη σοβαρές ζημιές, ενώ ο πλοίαρχός του δέθηκε στο μεσαίο κατάρτι ενός δανικού πολεμικού πλοίου και οδηγήθηκε στις Φαρόες Νήσους, όπου δικάσθηκε σε φυλάκιση 30 ημερών για παράνομη αλιεία. Το γόητρο της Γηραιάς Αλβιόνας «τσαλακώθηκε». Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες παρέμειναν άλυτες, μέχρι το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914), που καταλάγιασε εξ ανάγκης την αντιπαράθεσή τους.
Ισλανδικό περιπολικό προσεγγίζει μία αγγλική μηχανότρατα
Ο
«Δεύτερος Πόλεμος του Βακαλάου» διήρκεσε από την 1η Σεπτεμβρίου έως τις 12 Νοεμβρίου 1958. Η αφορμή δόθηκε από την απόφαση της ισλανδικής κυβέρνησης να επεκτείνει την αλιευτική ζώνη της από τα 4 στα 12 μίλια. Η Μεγάλη Βρετανία ανακοίνωσε ότι τα αλιευτικά της θα συνεχίσουν να ψαρεύουν σε τρεις περιοχές της απαγορευμένης ζώνης με τη συνοδεία πολεμικών. Η ακτοφυλακή της Ισλανδίας αντέδρασε, με αποτέλεσμα να συμβούν μια σειρά από επεισόδια μεταξύ των πλοίων των δύο χωρών, ορισμένα και με τη χρήση πυρών. Στο τέλος, οι Ισλανδοί κέρδισαν και αυτό τον γύρο και κατοχύρωσαν το δικαίωμά τους.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1972 οι Ισλανδοί προκάλεσαν για μία ακόμη φορά τους Βρετανούς, επεκτείνοντας την αποκλειστική οικονομική ζώνη τους στα 50 ναυτικά μίλια (92,6 χιλιόμετρα). Ήταν η απαρχή του «Τρίτου Πολέμου του Βακαλάου», που κράτησε ως τις 8 Νοεμβρίου του 1973. Κατά τη διάρκεια του «πολέμου» οι Ισλανδοί χρησιμοποίησαν το μυστικό τους υπερόπλο, που τελικά έγειρε υπέρ τους την πλάστιγγα του «πολέμου». Ήταν ένας μηχανισμός, που κατασκεύασε ο διοικητής της Ακτοφυλακής Πέτουρ Σίγκουρσον, και έκοβε τα δίχτυα των ψαράδων, προκαλώντας τους ανυπολόγιστες ζημιές.
Στις αρχές του 1973 οι Βρετανοί είχαν κάποιες επιτυχίες, όταν δύο πολεμικά τους διεμβόλισαν ισάριθμα ισλανδικά. Οι Ισλανδοί με ένα πολιτικό ελιγμό απείλησαν ότι θα εγκαταλείψουν το ΝΑΤΟ και στις 16 Σεπτεμβρίου ο γενικός γραμματέας της Συμμαχίας, Γιόζεφ Λουνς, έφθασε εσπευσμένως στο Ρέικιαβικ για συνομιλίες. Στις 3 Οκτωβρίου, η Μεγάλη Βρετανία πείστηκε να αποσύρει τα πολεμικά της και στις 8 Νοεμβρίου 1973 οι δύο πλευρές ήλθαν σε συμφωνία. Τα βρετανικά αλιευτικά θα εισέρχονταν σε συγκεκριμένες περιοχές της αποκλειστικής ζώνης των 50 μιλίων, αλλά δεν θα μπορούσαν να αλιεύουν περισσότερους από 130.000 τόνους ψαριών τον χρόνο.
O «κόφτη διχτυών»
Η συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών εξέπνευσε το 1975, οπότε ξέσπασε ο
«Tέταρτος Πόλεμος του Βακαλάου». Η Ισλανδία επεξέτεινε την αποκλειστική οικονομική ζώνη της στα 200 ναυτικά μίλια (370 χιλιόμετρα). Η Μεγάλη Βρετανία για μια ακόμη φορά δεν το αποδέχθηκε και προέτρεψε τους ψαράδες της να την παραβιάζουν. Οι Ισλανδοί συνέχιζαν να προκαλούν μεγάλες ζημιές στους Βρετανούς με τον «κόφτη διχτυών», αλλά και με τον διεμβολισμό των πλοίων τους.
Το σοβαρότερο περιστατικό έγινε πολύ κοντά στις ισλανδικές ακτές, όταν τρία βρετανικά ρυμουλκά προσπάθησαν να διεμβολίσουν ένα ισλανδικό πλοίο της ακτοφυλακής. Αυτό ανταπέδωσε με πυρά και τα τρία ρυμουλκά αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν. Η Ισλανδία προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, κατηγορώντας τη Μεγάλη Βρετανία για παραβίαση της εθνικής της κυριαρχίας. Την ίδια στιγμή, η Ισλανδία προσπάθησε να προμηθευθεί πλοία από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να βελτιώσει τις επιχειρησιακές δυνατότητες του στόλου της. Όταν η Ουάσιγκτον της το αρνήθηκε, το Ρέιϊκιαβικ στράφηκε προς τη Σοβιετική Ένωση.
Στην κορύφωση της κρίσης, η Ισλανδία με ένα ακόμη πολιτικό ελιγμό, απείλησε ότι θα κλείσει τη νατοϊκή βάση στο Κεφλάβικ, προκαλώντας ανατριχίλα στην Συμμαχία, η οποία έβλεπε να μειώνεται η ικανότητά της να αντιπαρατεθεί με τη Σοβιετική Ένωση στον Βόρειο Ατλαντικό. Το τελευταίο ναυτικό επεισόδιο έλαβε χώρα στις 6 Μαΐου 1976, με «θύμα» ένα ισλανδικό πολεμικό, που έπαθε σοβαρές ζημιές. Ήταν η τελευταία πράξη του Πολέμου των Βακαλάου. Τα μεσάνυχτα, τα βρετανικά πολεμικά αποσύρθηκαν από τη ζώνη των 200 μιλίων, κατόπιν πιέσεων της Ουάσιγκτον και του ΝΑΤΟ, που δεν ήθελαν να χάσουν ένα πολύτιμο σύμμαχο όπως ήταν η Ισλανδία.
Η διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών λύθηκε οριστικά με το νέο Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, που τέθηκε σε ισχύ στις 14 Νοεμβρίου 1994 και προβλέπει, μεταξύ άλλων, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη 200 ναυτικών μιλίων στην ανοιχτή θάλασσα για κάθε παράκτιο κράτος.