Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 24 Απρ 2024
Ψήφος: Το δικαίωμα που έγινε υποχρέωση - η ελληνική κι άλλες εξαιρέσεις
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
Ενώ το φάντασμα της αποχής πλανάται πάνω από τις κάλπες, κανείς δεν θυμάται πια στην Ελλάδα ότι η ψήφος είναι υποχρεωτική. Θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτική η ψηφοφορία; Και πώς λειτουργεί αυτό σε χώρες όπου, έστω και τυπικά, η αποχή είναι παράνομη;

Οι περισσότερες δημοκρατικές κυβερνήσεις θεωρούν τη συμμετοχή στις εκλογές ως δικαίωμα. Άλλες αντιλαμβάνονται ότι η συμμετοχή αυτή αποτελεί επίσης ευθύνη. Ωστόσο, υπάρχουν και οι 24 χώρες στον κόσμο όπου η ψήφος είναι υποχρεωτική, πέντε από τις οποίες ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ελλάδα, Ιταλία και Μάλτα. Μέχρι πρόσφατα, ήταν επίσης υποχρεωτική η ψήφος στην Κύπρο, αλλά αυτό δεν θα ισχύει πλέον για τις επερχόμενες ευρωεκλογές. Πως αντιλαμβάνονται άραγε οι πολίτες αυτό το δικαίωμα όταν γίνεται υποχρεωτικό;

«Είχα πραγματικά ξεχάσει πως η ψήφος είναι υποχρεωτική στην Ελλάδα», μας λέει γελώντας η Σοφία Πετροπούλου, 73 χρόνων. «Δεν έχω γνωρίσει κάποιον που να έχει ποτέ καταδικαστεί γιατί δεν ψήφισε στις εκλογές και δεν υπάρχει τέτοια καταδίκη - έχει γραφτεί και στον Τύπο. Αυτό σημαίνει πως σιωπηρά ο νόμος έχει ήδη καταργηθεί. Η φιλοσοφία του νόμου είναι πως η ψήφος των πολιτών είναι υψίστης σημασίας για το πολίτευμα για αυτό και ποινικοποιεί την αποχή. Είναι καθήκον όλων μας προς την δημοκρατία να συμμετέχουμε στις εκλογικές διαδικασίες κι αυτό νομίζω ότι υποδηλώνει ο νομοθέτης. Το ερώτημα είναι αν αυτή η υποχρεωτικότητα μειώνει την αποχή των πολιτών από τις διαδικασίες - η απάντηση είναι προφανής: όχι».

Σε πολλές από τις χώρες η νομική υποχρέωση του εκλέγειν μεταφράζεται σε κυρώσεις για τη μη συμμετοχή, αλλά ο βαθμός εφαρμογής του νόμου διαφέρει από χώρα σε χώρα. «Η συμμετοχή δεν εξαρτάται μόνο από το αν η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική ή όχι», εξηγεί ο Ιγνάσιο Λάγος, Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Pompeu Fabra της Βαρκελώνης. Κατά τη γνώμη του, για να είναι αποτελεσματική η υποχρεωτική ψηφοφορία, είναι απαραίτητο να υπάρχει «ένα ισχυρό κράτος, ικανό να επιβάλει τις κυρώσεις που λέει ότι θα επιβάλει σε περίπτωση μη συμμόρφωσης». Ως εκ τούτου, η μεγαλύτερη ή μικρότερη συμμετοχή θα εξαρτηθεί από το είδος του κυρώσεων και την αξιοπιστία του κράτους στα μάτια των πολιτών.

Η τελευταία έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου για τη Δημοκρατία και την Υποστήριξη των Εκλογών (International IDEA) δείχνει ότι στις χώρες αυτές όπου είναι υποχρεωτική η προσέλευση στις κάλπες, η συμμετοχή τείνει να είναι υψηλότερη κατά 14 - 18 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο από ό,τι στις χώρες όπου δεν είναι. Ο Ιγνάσιο Λάγος επιβεβαιώνει αυτό γεγονός, το οποίο μαζί με μια σειρά άλλων παραγόντων, καταδεικνύει την επιρροή της της υποχρεωτικής ψήφου στη δυναμική των εκλογών.

Σύμφωνα με στοιχεία από τις τελευταίες ευρωεκλογές, οι διαφορές στην συμμετοχή των πολιτών στις κάλπες είναι τεράστιες όπου η ψήφος είναι υποχρεωτική: ενώ στη Σλοβακία το 77% του εκλογικού σώματος απείχε, στο Βέλγιο το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 11%. Αυτό θέτει τη χώρα σχεδόν 40 μονάδες κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό αποχής του 49%. Η Ισπανία, εν τω μεταξύ, είχε την έκτη υψηλότερη συμμετοχή στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2019. Και όμως, στην Ελλάδα, όπου είναι επίσης κανόνας να ψηφίζει κανείς, η αποχή είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι στο Βέλγιο, ξεπερνώντας ακόμη και το 40% σε προηγούμενες ευρωκάλπες.

 

Η υποχρέωση που κανείς δεν θυμάται

«Δεν ήξερα ότι παραμένει υποχρεωτική η ψήφος, νόμιζα ότι ο νόμος έχει καταργηθεί», μας λέει η ιδιωτική υπάλληλος Φλώρα Λούτση, 54 χρονών. «Πάντως κανένας δεν έχει επιπτώσεις αν δεν ψηφίσει στην Ελλάδα - ίσως για αυτό νόμιζα ότι ο νόμος δεν ισχύει. Διαφωνώ με τον νόμο, δεν θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική η ψήφος. Γιατί να επιβάλλεται να ψηφίζεις; Είναι δικαιώμά σου - μπορεί να επιλέξεις ότι δεν θες ή δεν σε αφορά. Κατά τη γνώμη μου, είναι η πιο σημαντική στιγμή του δημοκρατικού πολιτεύματος, η πιο σημαντική στιγμή για έναν πολίτη».

Το ελληνικό Σύνταγμα ορίζει ότι «η συμμετοχή στις εκλογές είναι υποχρεωτική για όλους όσους είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους». Ειδικότερα, ο νόμος 4255 του 2014 για τις εκλογές των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ορίζει στο πρώτο άρθρο του ότι «η άσκηση του του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική». Η προϋπόθεση αυτή ισχύει και για τους πολίτες άλλων χωρών της ΕΕ χωρών που έχουν μόνιμη κατοικία στη χώρα. Εξαιρούνται μόνο οι πολίτες άνω των 70 ετών και όσοι βρίσκονται στο εξωτερικό την ημέρα της ψηφοφορίας από αυτόν τον κανόνα. Σύμφωνα με το νόμο, ο ψηφοφόρος που αδικαιολόγητα δεν ασκεί το δικαίωμα ψήφου τιμωρείται με φυλάκιση από ένα μήνα έως ένα έτος. Ωστόσο, σύμφωνα με άρθρο του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, «δεν υπάρχουν γνωστές περιπτώσεις επιβολής κυρώσεων».

«Όταν ήμουν φοιτήτρια και σπούδαζα μακριά από την πόλη μου, είχαμε ακόμα στην Ελλάδα εκλογικά βιβλιάρια, τα οποία σφραγίζονταν στις εκλογές, έπρεπε να πηγαίνω στο αστυνομικό τμήμα για να παίρνω βεβαίωση ότι δεν μπορώ να πάω να ψηφίσω», μας λέει η Μαργαρίτα Μυλωνάκη, 46 ετών, ιδιωτική υπάλληλος. «Θα έπρεπε να έχουμε γαλουχηθεί έτσι, ώστε να θεωρούμε όλοι υποχρέωσή μας το να ψηφίζουμε, όχι να μας το επιβάλλει το κράτος. Στην πραγματικότητα ο νόμος δεν εφαρμόζεται - καλώς κατά την γνώμη μου αφού πρόκειται για δικαίωμα».

«Πρωταθλητές» στη συμμετοχή οι Βέλγοι

Το Βέλγιο ήταν μία από τις πρώτες χώρες που εισήγαγε την υποχρεωτική ψηφοφορία παγκοσμίως το 1892. Η βελγική νομοθεσία προβλέπει, στο άρθρο 39 του νόμου της 23ης Μαρτίου 1989 για τις ευρωεκλογές, ότι στους πολίτες που δεν ψηφίζουν μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο μεταξύ 25 ευρώ έως 50 ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής, το πρόστιμο αυξάνεται σε 50 έως 125 ευρώ. Επιπλέον, οι Βέλγοι υπήκοοι που δεν ψηφίζουν περισσότερες από 4 φορές μέσα σε 15 χρόνια μπορούν να διαγράφονται από τους εκλογικούς καταλόγους για περίοδο 10 ετών, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν μπορούν να κατέχουν κανένα δημόσιο αξίωμα.

Ακόμη και με το χαμηλότερο ποσοστό αποχής στην Ευρώπη, σύμφωνα με την Het Laatste Nieuws (σ.σ. εφημερίδα που κυκλοφορεί από το 1888 στο Βέλγιο), οι κυρώσεις δεν επιβάλλονται ποτέ στην πραγματικότητα, αφού μπορεί μεν οι εκλογικοί κατάλογοι όπου σημειώνονται οι απέχοντες να αποστέλλονται στο δικαστήριο, ωστόσο μετά από έξι μήνες καταστρέφονται σύμφωνα με τις οδηγίες του κρατικού αρχειοφύλακα, όπως εξηγεί το τμήμα δικαιοσύνης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ωστόσο, διατηρείται σταθερότητα στη δημοκρατική συμμετοχή - για παράδειγμα στις τελευταίες εκλογές το 2019 μόνο το 11% απέφυγε να ψηφίσει.

Στη Βουλγαρία από το 2016 η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική, αλλά μόνο στα χαρτιά. Ο εκλογικός νόμος προβλέπει κυρώσεις - εάν ένας ψηφοφόρος δεν ψηφίσει σε δύο διαδοχικές ψηφοφορίες του ίδιου τύπου (προεδρικές, κοινοβουλευτικές, ευρωπαϊκές ή τοπικές), διαγράφεται από τους εκλογικούς καταλόγους και προκειμένου να ψηφίσει στις επόμενες εκλογές, πρέπει να υποβάλει αίτηση επανεγγραφής. Ωστόσο, ο νόμος προέβλεπε εξαιρέσεις για άτομα με μόνιμη αναπηρία, μειωμένη όραση ή κινητικές δυσκολίες, άτομα άνω των 70 ετών, καθώς και για πολίτες που ζουν στο εξωτερικό.

Το 2017 το Συνταγματικό Δικαστήριο της Βουλγαρίας ακύρωσε τις κυρώσεις για τη μη ψήφο. Οι κύριοι λόγοι ήταν δύο - ότι η διαγραφή των μη ψηφισάντων από τους εκλογικούς καταλόγους συνιστά περιορισμό του δικαιώματος ψήφου, και επιπλέον, ότι οι κυρώσεις είναι αντίθετες με την αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου, διότι δεν εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες ομάδες ατόμων. Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν τον Απρίλιο του 2023, η συμμετοχή ήταν μόλις 40,6%.

«Αν υπάρχουν άνθρωποι που ψηφίζουν επειδή θα τιμωρηθούν αν δεν το κάνουν, δεν θα ψηφίσουν με το ίδιο επίπεδο ενδιαφέροντος όπως οι άλλοι», λέει ο καθηγητής Ιγνάσιο Λάγος. Επιπλέον, επισημαίνει ότι «τα αποτελέσματα που θα είχε στην αποστασιοποίηση από την πολιτική δεν είναι ξεκάθαρα, διότι το γεγονός ότι είναι υποχρεωμένοι δεν συνεπάγεται ότι θα ενημερωθούν, ούτε ότι έχουν κίνητρα».

από:  https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου