Είχε πέσει από ένα ύψωμα σ’ ένα γκρεμό.
Όταν, για να το εξετάσω, του έβγαλα το πόντσο,
είδα στην πλάτη του δυο φτερούγες. Ήταν ολόγερες.
Μόλις το παιδί ξαναμπόρεσε να μιλήσει, το ρώτησα:
‘Γιατί δεν πέταξες, γιε μου, όταν είδες ότι έπεφτες;’
‘Να πετάξω;’ μου είπε, ‘να πετάξω, να γελάει μαζί μου ο κόσμος;’
***
Ενρίκε Άντερσον Ίμπερτ