Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 05 Μάρ 2023
«Μόνον την ελληνικήν»
Κλίκ για μεγέθυνση
















Μακεδονομάχοι φουστανελάδες του «Παύλου Μελά» και της «Παμμακεδονικής Ενωσης Μακεδονικού Αγώνα Ελλάδας-Αυστραλίας» στο βάθρο του αθηναϊκού συλλαλητηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 2018



Χ. ΜΠΟΝΗΣ / EUROKINISSI


05.03.2023, 10:16
 
 
Τρία χρόνια μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, οι εθνικόφρονες επιχειρούν να απαγορεύσουν τη διδασκαλία της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα.

Στο περιθώριο της δημοσιότητας, μια σειρά από δίκες που διεξάγονται τον τελευταίο καιρό στην ακριτική Φλώρινα αναμένεται να κρίνουν στην πράξη αν η Ελλάδα είναι πλέον μια κανονική χώρα, όσον αφορά τον σεβασμό της γλωσσοπολιτισμικής ετερότητας όσων πολιτών της αποκλίνουν από την επίσημη νόρμα, ή παραμένει ακόμη δέσμια της αντιδημοκρατικής θεσμικής κληρονομιάς που μας άφησε ο Ψυχρός Πόλεμος.

Το Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας

Το πρώτο σκέλος της υπόθεσης έγινε γνωστό το περασμένο φθινόπωρο, αν και με εξαιρετικά στρεβλό τρόπο, μέσα από τις κραυγές μιας μερίδας των δεξιών ΜΜΕ και «εθνικά ευαίσθητων» διαμορφωτών της κοινής γνώμης.

Τον Ιούλιο του 2022, επτά Ελληνες πολίτες κατέθεσαν στο Ειρηνοδικείο Φλώρινας αίτηση για την αναγνώριση σωματείου με τίτλο «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα» και καταστατικούς σκοπούς (α) τη «διατήρηση και καλλιέργεια της Μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα», (β) την «υποστήριξη της εισαγωγής της μακεδονικής γλώσσας ως προαιρετικού μαθήματος σε δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια στην Ελλάδα, ιδίως στις Περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης», και (γ) την «υποστήριξη της επικύρωσης από την Ελλάδα της Σύμβασης-Πλαίσιο για την προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων και του Ευρωπαϊκού Χάρτη για τις Μειονοτικές Γλώσσες». Τόποι κατοικίας των αιτούντων, μελών του προσωρινού Δ.Σ. του σωματείου, είναι η Κοζάνη, τέσσερα χωριά του νομού Φλώρινας και δύο χωριά των νομών Ημαθίας και Πέλλας.

«Πέραν της ομιλούμενης Ελληνικής γλώσσας, [στην Ελλάδα] τυγχάνουν ανύπαρκτη γλώσσα ή γλωσσικά ιδιώματα με την ονομασία Μακεδονική» | Ανακοπή της εισαγγελέως Πρωτοδικών Φλώρινας, Αναστασίας Καλαϊτζή, κατά της αναγνώρισης του «Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα» (29.12.2022)

Ο ειρηνοδίκης απέρριψε αρχικά την αίτηση, με το σκεπτικό πως ο τρίτος καταστατικός σκοπός του Κέντρου «υπερακοντίζει τους έτερους», «αντιβαίνει ευθέως στον Ν. 4588/2019 [Συμφωνία των Πρεσπών] και στη δημόσια τάξη, ενώ δημιουργεί κινδύνους και για τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας, ιδίως στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Σκεπτικό άκρως προβληματικό, από τη στιγμή που θεωρεί πως η διακρατική Συμφωνία των Πρεσπών, που δεσμεύει τα δύο συμβαλλόμενα κράτη, καταργεί ατομικά δικαιώματα των πολιτών τους τα οποία προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο· ακόμη χειρότερα, αντιμετωπίζει όσους Ελληνες πολίτες δεν κρύβουν τη σλαβομακεδονική καταγωγή τους, όχι ως κανονικούς πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας αλλά σαν προέκταση κι εξάρτημα του γειτονικού μας κράτους, που (οφείλουν να) δεσμεύονται από τις δικές του συμβατικές υποχρεώσεις. Παραβιάζει δε ακόμη και την κοινή λογική, όταν ισχυρίζεται ότι τυχόν υιοθέτηση του νομοθετικού πλαισίου για τις μειονότητες που έχει επεξεργαστεί το Συμβούλιο της Ευρώπης θα έθετε σε κίνδυνο τις σχέσεις μας με την… Ευρωπαϊκή Ενωση!

Παρ’ όλα αυτά, τα μέλη του Κέντρου έσπευσαν να συμμορφωθούν με την απόφαση. Τροποποίησαν το καταστατικό του σωματείου τους, αφαιρώντας την επίμαχη παράγραφο, και το επανυπέβαλαν για έγκριση. Στις 28 Ιουλίου ο ίδιος ειρηνοδίκης το ενέκρινε, διευκρινίζοντας ότι τα όρια της νομιμότητας που χάραξε η προηγούμενη απόφασή του εξακολουθούν να ισχύουν: «Επιδίωξη άλλου σκοπού, πλην των προαναφερομένων που κρίθηκαν σύννομοι με την παρούσα Διαταγή», διαβάζουμε στην καινούργια απόφαση (ΕιρΦλ 27/2022), «καθώς και οποιαδήποτε απόπειρα, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, μετά τη σύσταση του εν λόγω σωματείου, για την επίτευξη του τελευταίου ως άνω σκοπού, που κρίθηκε μη σύννομος, αποτελεί λόγο διάλυσης αυτού». Λύση μεσοβέζικη, που διασφάλισε πάντως τον σεβασμό του αυτονόητου δικαιώματος κάθε Ελληνα πολίτη να μελετά και να διδάσκεται όποια γλώσσα επιθυμεί – είτε επειδή αποτελεί τη μητρική του είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

Εθνική κινδυνολογία

Στις 7 Νοεμβρίου η απόφαση δημοσιεύθηκε στο Δελτίο Δικαστικών Εκδόσεων. Τρεις βδομάδες αργότερα, άρχισαν τα όργανα της εθνικόφρονος κινδυνολογίας. Την αρχή την έκανε το συγκρότημα Φιλιππάκη, που από καιρό κατηχεί τους αναγνώστες του στα αυθεντικά εθνικά ιδεώδη διανέμοντας υμνητικές βιογραφίες του Παπαδόπουλου, πονήματα του πατρός Πλεύρη και συναφή διαφωτιστικά υλικά. «Εθνική ήττα» είδε στην αναγνώριση του σωματείου το πρωτοσέλιδο της «Δημοκρατίας» (30.11.2022), «Μακεδονική μειονότης με τη βούλα της Δικαιοσύνης» ήταν ο τίτλος της ομογάλακτης «Εστίας» την ίδια μέρα. Κοινός τόπος των σχετικών δημοσιευμάτων, η απόφανση πως οποιαδήποτε θεσμική αναγνώριση της γλωσσικής ετερότητας κάποιων Ελλήνων πολιτών ισοδυναμεί με εθνικό κίνδυνο: «ανοίγει κερκόπορτες» κατά την «Εστία», «θα αποτελέσει πηγή γεωπολιτικής αστάθειας στην εύθραυστη περιοχή της νότιας Βαλκανικής» σύμφωνα με τη «Δημοκρατία».

Τη σκυτάλη πήραν τα εθνικά σωματεία. Πρώτη η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών εκφράζει την «οργή» της (1.12.) και «ζητά από την ελληνική Πολιτεία: 1) Να μην επιτρέψει την ίδρυση και τη λειτουργία Οργανώσεων και Σωματείων που καπηλεύονται την ελληνικότητα της μακεδονικής γλώσσας και, 2) Να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες για την ακύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών». Η «Εθνική Οργάνωση Μακεδονομάχων “O Παύλος Μελάς”» διακηρύσσει την επομένη πως αυτή και οι συνοδοιπόροι της «είναι αποφασισμένοι να φτάσουνε και στον Αρειο Πάγο, αν χρειαστεί!!!».

Ο «Αριστοτέλης» της Φλώρινας, πολιτιστικό σωματείο που ξεκίνησε την εθνική δράση του το 1941 ψυχαγωγώντας τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής για να τους αποδείξει την ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού, ξεσπαθώνει με τη σειρά του στις 7.12.: «θέτει τους πάντες προ των ευθυνών τους για τους κινδύνους και τα προβλήματα που θα προκύψουν στο εγγύς μέλλον από την εξέλιξη αυτή» και καλεί τους βουλευτές του νομού και την τοπική αυτοδιοίκηση να δράσουν: «Της Πατρίδος κινδυνευούσης δεν υπάρχουν περιθώρια για τακτικισμούς και προφάσεις. Οι πολίτες της Φλώρινας, η ίδια η Ιστορία, θα καταλογίσουμε πρεπόντως τις ευθύνες καθενός».

Η κορύφωση θα έρθει με την ανακοίνωση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδόνων (ΠΟΠΣΜ), συλλογικότητας που συγκροτήθηκε επί κυβέρνησης Σαμαρά (2014) και πρωτοστάτησε στα εθνικιστικά συλλαλητήρια της διετίας 2018-2019. Το κάλεσμά της στον πρωθυπουργό «να υλοποιήσει, πριν από τις επερχόμενες εκλογές, τις προηγούμενες προεκλογικές δεσμεύσεις του» καταργώντας τη Συμφωνία των Πρεσπών, και στους πολίτες να διαμαρτυρηθούν «στους βουλευτές της περιφέρειάς τους» επισφραγίζει η τοποθέτηση επί της ουσίας του διακυβεύματος, με διαχωρισμό των τοπικών σλαβομακεδονικών διαλέκτων από την επίσημη λόγια γλώσσα της γειτονικής μας χώρας: «Οι “σλαβοφανείς” τοπικές γλωσσικές εκφράσεις που γνωρίζουν μερικοί γηγενείς Μακεδόνες Ελληνες, σε συγκεκριμένες περιοχές της Μακεδονίας, δεν έχουν καμία σχέση με την τεχνητά κατασκευασμένη γλώσσα των Σκοπίων. […] Οι “σλαβοφανείς” αυτές τοπικές γλωσσικές εκφράσεις δεν έχουν ούτε είχαν ποτέ γραπτό λόγο, διαφέρουν από λίγο έως πολύ από χωριό σε χωριό, έχουν διαφορετικά ονόματα από περιοχή σε περιοχή και φέρονται [sic] να είναι γνωστές με διάφορα ονόματα, όπως “εντόπικα”, “εντόπια”, “ντόπια”, “Μακεδονικά”, “σλαβομακεδονικά”, παλαιοσλαβικά, “Βουλγαρικά”, “παλαιοβουλγαρικά” κ.λπ.».

Τόσο πειστικό και τόσο επιστημονικό, σαν να ισχυρίζεται κανείς πως οι ελληνικές διάλεκτοι των χωριών της Ρούμελης, της Ηπείρου, της Κοζάνης, της Πελοποννήσου, της Μυτιλήνης, της Κρήτης κ.λπ. δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τη σημερινή ελληνική γλώσσα, την οποία δεν μιλούσε κανείς απολύτως το 1821 και προέκυψε ως μετεξέλιξη της τεχνητής καθαρεύουσας του 19ου αιώνα – ή επειδή ο φρύνος, όπως πληροφορούμαστε από ενδελεχή σχετική καταγραφή του Λεωνίδα Εμπειρίκου, σε κάποια μέρη της Ελλάδας λέγεται φουρνός, αλλού μπζάκα, αλλού κούβακας, αλλού μπάτσιακας, αλλού φιρφιλιόπα, αλλού βούζα, αλλού μπασκαφούτα κι αλλού ασκουβάζα…

Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι, μέχρις εδώ, οι κινδυνολογούντες άσκησαν απλά το συνταγματικό τους δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, δίχως ακόμη να εμποδίζουν άμεσα την αντίστοιχη ελευθερία των (κατ’ αυτούς) «αντεθνικών στοιχείων», που τυγχάνουν εξίσου Ελληνες πολίτες κι έχουν θεωρητικά τα ίδια δικαιώματα. Τις κραυγές της εθνικής αγανάκτησης ακολούθησε ωστόσο ένα μπαράζ τριτανακοπών, με αίτημα την ανάκληση της επίμαχης απόφασης και τη δικαστική απαγόρευση του Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας. Με δεδομένη την κρισιμότητα του εγχειρήματος, ως έμπρακτη οριοθέτηση της ελευθερίας του λόγου στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στην ταυτότητα και στα επιχειρήματα όσων προχώρησαν στο ποιοτικά διαφορετικό αυτό διάβημα.

Οι αλυτρωτιστές

Η πρώτη συλλογικότητα που κατέθεσε τριτανακοπή (5.12) ήταν η «Παμμακεδονική Ενωση Μακεδονικού Αγώνα Ελλάδας-Αυστραλίας». Σωματείο γνωστό ιδίως από τις εντυπωσιακές αποκριάτικες εμφανίσεις του στα συλλαλητήρια του 2018-2019, ιδρύθηκε το 2016 κι έχει επικεφαλής έναν «θεολόγο-αγιογράφο-ιστορικό» που εδώ και δεκαετίες διαδίδει ότι στη γειτονική μας χώρα ζουν εκατοντάδες χιλιάδες κρυπτοέλληνες. Σε αντίθεση με τους ορατότατους Βορειοηπειρώτες της επίσης γειτονικής Αλβανίας, οι τελευταίοι έχουν πάντως αποφύγει μέχρι σήμερα επιμελώς να εμφανιστούν.

Στην τριτανακοπή του, το προσφεύγον σωματείο δηλώνει μεν «βαθύτατα δημοκρατικό και ανεκτικό στην πολυφωνία των άλλων», ξεκαθαρίζει όμως ότι «δεν μπορεί να δεχτεί τη βίαιη [έστω και διά δικαστικής αποφάσεως] επίθεση στη γλώσσα μας, στην ιστορία μας και στην ομαλή κοινωνική συμβίωση» που συνεπάγεται η θεσμική αναγνώριση της γλώσσας αυτών των «άλλων», καθώς η επίμαχη αναγνώριση «αντιστρατεύεται» τα άρθρα του… δικού του καταστατικού περί «συντονισμένης προβολής και διεκδίκησης των δικαιωμάτων του Ελληνισμού» κ.λπ.

«Διά της εγκριτικής αποφάσεως», διαβάζουμε, «βαφτίζεται ως Μακεδονική ένα αυτοδημιούργητο [sic] γλωσσικό μόρφωμα με τεχνηέντως παραφθορά της Βουλγαρικής γλώσσας», «μια τεχνητά δημιουργηθείσα μορφή ομιλίας» με σκοπό «να δημιουργήσει υποομάδα εντός της ελληνικής επικράτειας». Η ταύτιση με τη βασική θέση του βουλγαρικού εθνικισμού, περί βουλγαρικότητας της (σλαβο)μακεδονικής, δεν είναι καθόλου τυχαία: στο σάιτ του προσφεύγοντος σωματείου, ο πρόεδρός του εκφράζει ρητά και κατηγορηματικά τις «θερμές ευχαριστίες» του «προς τον καθηγητή – ιστορικό, πρόεδρο του Εθνικού Μουσείου Σόφιας Bozidar Dimitrov για την πολύτιμη βοήθειά του» στη συγγραφή των βιβλίων του περί Μακεδονίας. Το γεγονός πως ο Μπόζινταρ Ντιμιτρόφ (1945-2018), πρώην συνεργάτης των βουλγαρικών μυστικών υπηρεσιών που εξελίχθηκε σε υπερεθνικιστή πολιτικό, κινούνταν από επιστημονική άποψη στο μεταίχμιο «δημόσιας ιστορίας» και ανιστόρητης παλαβομάρας, προπαγανδίζοντας μεταξύ άλλων τη στενή συγγένεια των (αρχαίων) Μακεδόνων με τους (σημερινούς) Βουλγάρους και άλλα συναφή, ή ότι διεκδικούσε ρητά σαν «Βουλγάρους» τους ντόπιους Μακεδόνες της Βόρειας Ελλάδας, ελάχιστα ενοχλεί φυσικά τους δικούς μας υπερπατριώτες, όπως έχουμε εξηγήσει αναλυτικά παλιότερα στον «Ιό» (22/11/2009). Παρά τις επιμέρους διαφορές τους, οι απανταχού εθνικιστές μιλούν, άλλωστε, το ίδιο ακριβώς πολιτικό ιδίωμα.

Ακόμη δύο πτυχές της δραστηριότητας του ίδιου σωματείου αξίζει επίσης να μνημονευτούν. Η πρώτη είναι η απροκάλυπτα «αλυτρωτική» στοχοθεσία του, όπως αποτυπώνεται στον επίσημο ιστότοπό του: «Διεκδικούμε πολιτισμικά, εθνογραφικά και ιστορικά το Μοναστήρι, Γευγελή, Στρώμνιτσα, Κρούσοβο, Αχρίδα, Πετρίτσι, Ανω Τσουμαγιά [νυν Μπλαγκόεβγκρατ], Ανατολική Ρωμυλία, Κωνσταντινούπολη, Μ. Ασία, Πόντο, Κύπρο, Β. Ηπειρο…» (τα αποσιωπητικά του πρωτοτύπου). Το δεύτερο είναι πως το επίσημο έντυπό του, με τίτλο «Η Φωνή των Μακεδόνων / Глас на Македонците», τέσσερα τουλάχιστον φύλλα του οποίου τυπώθηκαν το 2014 επί κυβέρνησης Σαμαρά, συντασσόταν όχι μόνο στα ελληνικά αλλά και στην ακατονόμαστη «ψευτογλώσσα», «για να γίνεται κατανοητή από τη γείτονα χώρα». Τα σχόλια περιττεύουν.

Οι απόγονοι

Δεύτερη συλλογικότητα που ανέλαβε να μας προστατεύσει διά της τριτανακοπής (12.12.) από το ακατονόμαστο γλωσσικό άγος ήταν ο «Πανελλήνιος Σύλλογος Απογόνων Μακεδονομάχων “Ο Παύλος Μελάς”» (ΠΑΣΜ). Σαν αποδεικτικά στοιχεία για το έννομο συμφέρον του να προσβάλει την αναγνώριση ο ΠΑΣΜ επιστρατεύει την καταγωγή των μελών του από εκείνους που «έσωσαν την Μακεδονία από τον εκσλαβισμό» και το γεγονός πως ο σύλλογος, που ιδρύθηκε το 1923, «δρα αδιάλειπτα χωρίς να έχει υποστείλει ποτέ το λάβαρο του Μακεδονικού Αγώνα».

Η «αδιάλειπτη» αυτή εθνοσωτήρια δράση περιλαμβάνει βέβαια κάποιες όχι ιδιαίτερα τιμητικές σελίδες, όπως η στενή συνεργασία του «Παύλου Μελά» με τη φασιστική παρακρατική / παραστρατιωτική οργάνωση «Εθνική Ενωσις Ελλάς» (ΕΕΕ) κατά το αντισημιτικό πογκρόμ του 1931 στη Θεσσαλονίκη (για αναλυτικές πληροφορίες επ’ αυτού, παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο εξαιρετικό βιβλίο του Μιχάλη Τρεμόπουλου, «Τα τρία Ε και ο εμπρησμός του Κάμπελ», Θεσσαλονίκη 2018).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει -και εδώ- η διακήρυξη πως «η συντριπτική πλειονότητα των μελών» του συλλόγου, «πόσο μάλλον των ιδρυτών», είναι «Ελληνες Μακεδόνες, ομιλούντες το ιδίωμα της περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας»· το τελευταίο, υποστηρίζουν, «δεν έχει ουδεμία σχέση τόσο με την κατασκευασμένη γλώσσα των Σκοπίων, όσο και με άλλα βουλγαρικά ιδιώματα», δίχως όμως να προσδιορίζεται ποιανής ακριβώς γλώσσας ιδίωμα είναι. Ακόμη εντυπωσιακότερη είναι όμως η απόπειρα να στηριχτεί η επιδιωκόμενη απαγόρευση στον… αντιρατσιστικό νόμο του 2014: η εικαζόμενη «προσπάθεια αναγνώρισης “Μακεδονικής” μειονότητας», διαβάζουμε, ισοδυναμεί με «υποκίνηση, πρόκληση, διέγερση ή προτροπή σε πράξεις ή ενέργειες που μπορεί να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση την εθνική ή εθνοτική καταγωγή». Φυσικά, «ρατσισμό» δεν υφίστανται αυτοί που τους αρνούνται τη «διατήρηση και καλλιέργεια» της μητρικής τους γλώσσας, αλλά η εθνικόφρων πλειονότητα – απλώς και μόνο, επειδή την προσβάλλει το γεγονός ότι κάποιοι άλλοι διεκδικούν μια διαφορετική (ή απλώς αποκλίνουσα) ταυτότητα!

«Δηλητηριώδες παραλήρημα»

Η επόμενη τριτανακοπή κατατέθηκε δύο μέρες αργότερα από μια συλλογικότητα δίχως όνομα: 60 Ελληνες πολίτες από 15 διαφορετικούς νομούς της χώρας, από τα Χανιά μέχρι τη Ροδόπη και από την Ηλεία ίσαμε τη Μυτιλήνη, που όλως απροόπτως αποφάσισαν να δράσουν ενιαία, εκπροσωπούμενοι από τον ίδιο δικηγόρο της Βέροιας. Πρώτη πρώτη στον κατάλογο φιγουράρει η Μελπομένη Εμφιετζόγλου, κόρη του γνωστού επιχειρηματία και αρχηγού του κόμματος Πατριωτική Ενωση - Πρόδρομου Εμφιετζόγλου. Στα ονόματα που ακολουθούν διακρίνουμε δε τουλάχιστον ένα παλιότερο στέλεχος του Ελληνικού Μετώπου του Βορίδη και του ΛΑΟΣ, εκπρόσωπο Τύπου σήμερα του κόμματος Εμφιετζόγλου.

Κύριο στόχο αποτελεί εδώ όχι τόσο «το επίδοξο σωματείο» αλλά η ίδια «η επαίσχυντη πολιτική Συμφωνία των Πρεσπών», η κατάργηση της οποίας «φαντάζει ως κλασικός μονόδρομος, ένα ηλιόλουστο ιωνικό αυλάκι σε κίονα που μας οδηγεί στην έξοδο προς τη λεωφόρο της εθνικής αξιοπρέπειας». Με εξίσου ποιητικούς τόνους διακηρύσσεται πως «η έγκριση του εν λόγω καταστατικού στην ουσία θεσμοθέτησε ένα δηλητηριώδες παραλήρημα στο υπογάστριο της μεθορίου των βορείων μας συνόρων».

Λίγο παρακάτω πληροφορούμαστε πάλι ότι «με την αποδοχή και ενεργοποίηση της ομάδας ανθρώπων που υπέβαλε την αίτηση στο Ειρηνοδικείο Φλώρινας ως τάχα [sic] αναγνωρισμένο σωματείο, δημιουργείται ένα τρομερό αντιπατριωτικό τετελεσμένο το οποίο ήδη γίνεται αντικείμενο καταχρηστικής σπέκουλας» και άλλα συναφή. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί δε η υιοθέτηση των ισχυρισμών των πιο ακραίων εθνικιστών της Βόρειας Μακεδονίας, περί «μη νόμιμης» κύρωσης της Συνθήκης των Πρεσπών από την εκεί κυβέρνηση και Βουλή. Για ακόμη μια φορά, οι εθνικιστές εκατέρωθεν των συνόρων υιοθετούν κοινή επιχειρηματολογία, όταν είναι να κατατροπώσουν τους δικούς του ο καθένας «εθνομηδενιστές».

Παρά την καταγγελία της «διαβόητης» συνθήκης, η τριτανακοπή βασίζει κι εδώ σε μεγάλο βαθμό τη νομική επιχειρηματολογία της στην υποτιθέμενη «παραβίασή» της από τους ιδρυτές του Κέντρου: το άρθρο 6§3 της συμφωνίας, που επιβάλλει στις δύο χώρες «να αποτρέπουν και αποθαρρύνουν ενέργειες από ιδιωτικές οντότητες που πιθανόν υποδαυλίζουν τον σωβινισμό, την εχθρότητα, τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό σε βάρος του άλλου Μέρους», άρθρο που καταφανώς αποβλέπει στην περιστολή του αλυτρωτισμού και της επιθετικότητας των εκατέρωθεν εθνικιστών, «ερμηνεύεται» εδώ καταχρηστικά σαν απαγόρευση της διδασκαλίας και καλλιέργειας της μητρικής γλώσσας όσων αποκλίνουν από την αντίστοιχη εθνική νόρμα. Πρόκειται, φυσικά, για πλήρη διαστροφή του γράμματος και του νοήματος της συγκεκριμένης διάταξης, ισάξια της επίκλησης του αντιρατσιστικού νόμου από τους προηγούμενους πατριώτες.

Οι «καταπιεσμένοι»

Ακόμη περισσότερο βγάζει μάτι -προς την ίδια πάντα κατεύθυνση- η τέταρτη κατά σειρά τριτανακοπή, που κατατέθηκε από την ΠΟΠΣΜ στις 29.12. Κι εδώ κατηγορούμενη είναι στην πραγματικότητα η Συμφωνία των Πρεσπών, η δε απαγόρευση του Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας επιχειρείται να θεμελιωθεί σε δύο επίπεδα: (α) λόγω «παράβασης της κρατούσης εν Ελλάδι δημοσίας τάξεως», και (β) επειδή συνιστά «προσβολή δικαιωμάτων ισότητος/ισοπολιτείας […] σε ίση μεταχείριση, σεβασμό και προστασία της εθνικής συνειδήσεως, της προσωπικότητος και της ανθρωπίνης αξίας […] ισότητος, συνειδήσεως, [και] σεβασμού προσωπικότητος» των προσφευγόντων. Και στις δύο περιπτώσεις, η τριτανακοπή απαξιοί πάντως να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο αντικείμενο: πρόβλημά της είναι η Συμφωνία των Πρεσπών αυτή καθεαυτή, που «προσβάλλει την εθνικήν και ιστορικήν συνείδησιν» των εγχώριων εθνικοφρόνων, εξισώνοντας -ως μη έδει- τα μέλη του περιούσιου ελληνικού έθνους με τους παρακατιανούς Σλάβους γείτονές τους.

Ο χώρος δεν επαρκεί, δυστυχώς, για να ασχοληθούμε όπως θα άξιζε με αυτό το πυκνογραμμένο, καθαρευουσιάνικο μαργαριτάρι των 42 σελίδων. Περιοριζόμαστε, έτσι, σε μια εύγλωττη παράγραφό του για την έννοια της δημόσιας τάξης, άκρως αποκαλυπτική του πολιτικοϊδεολογικού φορτίου που το υπαγόρευσε και του σεβασμού που επιφυλάσσει στις ατομικές ελευθερίες και τη δημοκρατική αρχή: «Η διαμόρφωσις της δημοσίας τάξεως επί παντός ζητήματος απασχολούντος την κοινωνίαν», διαβάζουμε, «οπωσδήποτε εφ’ ενός εθνικού ζητήματος, επ’ ουδενί εξαρτάται εκ της αριστίνδην ή ex officio βουλήσεως ή διαθέσεως ορισμένων προσώπων, φερ’ ειπείν αιρετών αρχόντων, αλλά αποτελεί το καταστάλαγμα της συναφούς κοινής γνώμης και αντιλήψεως, η ορθότητα της οποίας έχει εμπεδωθεί επί τη βάσει των διαλεκτικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων σε δεδομένο τόπο και χρόνο, ενδεχομένως επί πολλές γενεές και αιώνες, όπως μάλιστα εν σχέσει με τους Μακεδόνες ως εξέχοντος τμήμα του ελληνικού έθνους» (σ. 4).

Ο,τι κι αν ψηφίσουν, με άλλα λόγια, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του έθνους στη Βουλή, όσα δικαιώματα κι ελευθερίες κι αν προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες, δημόσια τάξη είναι οι πεποιθήσεις του εθνικόφρονα! Εξ ου και, δύο παραγράφους παρακάτω, διακηρύσσεται πως η Συμφωνία των Πρεσπών κυρώθηκε κατά «παρέκκλιση της Διοικήσεως και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από θεμελιώδη αρχή της κρατούσης στην χώρα δημοσίας τάξεως, συνισταμένη στην μηδέποτε αναγνώριση της πρώην ομοσπόνδου γιουγκοσλαυικής λαϊκής Δημοκρατίας της “Μακεδονίας” υπό ονομασία περιέχουσα την λέξη “Μακεδονία”». Αν αναρωτιέστε δε πού και πώς ακριβώς προέκυψε αυτή η «θεμελιώδης αρχή», η απάντηση βρίσκεται στις επόμενες σελίδες: τεκμαίρεται από πέντε γκάλοπ, τρία απ’ τα οποία δημοσιεύθηκαν στο «Πρώτο Θέμα»…

Η ώρα των εισαγγελέων

Με τα πράγματα σε οριακό πλέον σημείο από άποψη σοβαρότητας, ο σκληρός πυρήνας του κράτους ανέλαβε να χορτάσει τον εθνικόφρονα σκύλο διασώζοντας ταυτόχρονα την πίτα των διεθνών σχέσεων της χώρας. Την ίδια μέρα με την κατάθεση της τριτανακοπής της ΠΟΠΣΜ, η εισαγγελέας Πρωτοδικών Φλωρίνης, Αναστασία Καλαϊτζή, άσκησε κι αυτή ανακοπή κατά της αναγνώρισης του επίμαχου Κέντρου, με επιχείρημα την… ανυπαρξία στην ελληνική Μακεδονία άλλης γλώσσας πέρα από την ελληνική:

«Με τη Συμφωνία των Πρεσπών, “Μακεδονική” γλώσσα αναγνωρίζεται ως τέτοια και νοείται ως τέτοια μόνον η γλώσσα των πολιτών του κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. […] Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν “Μακεδόνες” πολίτες, που ομιλούν αυτή τη γλώσσα, αλλά Ελληνες πολίτες, που ομιλούν την ελληνική γλώσσα»· «πέραν της ομιλούμενης Ελληνικής γλώσσας, τυγχάνουν ανύπαρκτη γλώσσα ή γλωσσικά ιδιώματα με την ονομασία Μακεδονική». Από τη στιγμή που το Κέντρο δεν διευκρινίζει ρητά πως η γλώσσα που θα διδάξει είναι «Σλαβική γλώσσα του Εξωτερικού, ομιλούμενη από αλλογενείς», διαβάζουμε παρακάτω, «το καταστατικό του είναι αντικειμενικά πρόσφορο να δημιουργήσει παραπλανητική εικόνα και την εντύπωση ότι το αναγνωρισθέν σωματείο ενδεχομένως να επιδιώκει την προώθηση άλλου γλωσσικού ιδιώματος, υπό τον τίτλο Μακεδονική γλώσσα, μη υπαρκτού στην Ελλάδα».

Ιδιαίτερα επιβαρυντική θεωρείται η αναφορά του καταστατικού στην ομιλία της επίμαχης γλώσσας εντός ελληνικής επικράτειας, με το σκεπτικό ότι «προκαλείται σύγχυση και ασάφεια σχετικά με τους λόγους που η γλώσσα ενός γειτονικού ξένου κράτους, που ομιλείται από τους πολίτες αυτού, πρέπει αφενός να ΔΙΑΤΗΡΗΘΕΙ (!) και να καλλιεργηθεί στην Ελλάδα και αφετέρου να υποστηριχθεί η διδασκαλία της στα ελληνικά δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια» (τα κεφαλαία του πρωτοτύπου). Η εισαγγελέας θεωρεί ως εκ τούτου ότι «στον πυρήνα του καταστατικού του αναγνωρισθέντος σωματείου υποστηρίζεται ως δεδομένη μια αυθαίρετη θέση, ήτοι ότι υφίσταται στα όρια της ελληνικής επικράτειας ως ομιλούμενη μια ξένη γλώσσα, η “Μακεδονική”. […] Από την σκοπούμενη από το εν λόγω σωματείο συστηματική καλλιέργεια σε βάθος χρόνου, στον πληθυσμό των περιοχών της Περιφέρειας της Δυτικής Μακεδονίας, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης που ομιλεί την Ελληνική γλώσσα και είναι αμιγούς ελληνικής συνείδησης, μίας άλλης, ξένης γλώσσας που αναγνωρίζεται από την Ελληνική πολιτεία ως γλώσσα ενός ξένου κράτους που συνορεύει με την Ελληνική επικράτεια, προκύπτει σαφέστατα αντίθεση του σκοπού του σωματείου με την Ελληνική δημόσια τάξη και ασφάλεια, καθώς αποσκοπεί ευθέως στη δημιουργία και διεύρυνση μιας διακριτής γλωσσικής και πολιτισμικής κοινότητας σε παραμεθόριες περιοχές της χώρας μας».

Με άλλα λόγια, η επίμαχη γλώσσα μπορεί να αναγνωρίστηκε διεθνώς από το ελληνικό κράτος, εντός της ελληνικής επικράτειας παραμένει ωστόσο απαγορευμένη – και δη για τους Ελληνες, ειδικά, πολίτες!

Μολονότι η εισαγγελική ανακοπή κατατέθηκε τελευταία, η εκδίκασή της προσδιορίστηκε να συμπέσει με την πρώτη τριτανακοπή (2.2.2023). Ακολούθησε η εκδίκαση εκείνης του «Παύλου Μελά» (16.2.) κι αναμένονταν προχθές οι υπόλοιπες δύο. Δεν χρειάζεται, βέβαια, ιδιαίτερη σοφία για να αντιληφθεί κανείς πως η κρίσιμη ετυμηγορία δεν αφορά τις φαιδρότητες κάποιων υπερπατριωτών, αλλά το εισαγγελικό αίτημα απαγόρευσης της διδασκαλίας της επίμαχης γλώσσας.

Το βάρος της Ιστορίας

Κοντεύει πια να κλείσει ένα τέταρτο του αιώνα από τον Μάρτιο του 2000, όταν πρωτοκυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μαύρη Λίστα (της Αντας Ψαρρά) το βιβλίο μου «Η απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία». Οσοι το έχουν διαβάσει, γνωρίζουν πολύ καλά το ιστορικό βάθος των παράλογων -φαινομενικά- αντιδράσεων που μόλις περιγράψαμε: είτε αυτό διακηρυσσόταν δημόσια και μεγαλόφωνα, είτε ψιθυριζόταν εμπιστευτικά στο προστατευόμενο περιβάλλον των υπηρεσιακών διαβουλεύσεων του βαθέος κράτους, η εξάλειψη της «επάρατης» σλαβοφωνίας θεωρούνταν επί δεκαετίες ως ο ύψιστος εθνικός στόχος στην περιοχή.

Ηταν ένας στόχος που υπαγορεύθηκε από τις συνθήκες έκτακτης κρατικής ανασφάλειας εκείνων των χρόνων (λιγότερο από 30% ελληνόφωνοι χριστιανοί το 1913 και αριθμητική κυριαρχία των «ξένων στοιχείων» μέχρι την προσφυγική εγκατάσταση του 1922-24· διακηρυγμένος αλυτρωτισμός της Βουλγαρίας μέχρι το 1944· σύζευξη εθνικού και κοινωνικού εσωτερικού εχθρού, Ψυχρός Πόλεμος και μετεμφυλιακή «επιτηρούμενη» δημοκρατία).

Θα έλπιζε ωστόσο κανείς πως, εν έτει 2023, όλα τούτα ανήκουν οριστικά στο παρελθόν – τη στιγμή, μάλιστα, που ακόμη και το παραδοσιακό αντίπαλο δέος στην περιοχή, η Βουλγαρία, ανήκει στο ίδιο με εμάς «υπερκρατικό» μόρφωμα (ουσιαστικά, κράτος). Δυστυχώς, κάποιοι φαίνεται όμως ότι παραμένουν καθηλωμένοι στις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες, όταν στρατός και χωροφυλακή έβαζαν τους κατοίκους των «ευπαθών» (διάβαζε: σλαβόφωνων) χωριών να ορκιστούν σε δημόσιες τελετές «ενώπιον Θεού και ανθρώπων» (ακριβέστερα: των κρατικών αρχών) ότι «θα παύσουν να ομιλούν το τρισκατάρατον ξενικόν ιδίωμα και θα ομιλούν εφεξής άπαντες την ένδοξόν μας Ελληνικήν γλώσσαν».

Μένει να δούμε αν τις ίδιες αυτές αντιλήψεις τις συμμερίζεται και η ελληνική Δικαιοσύνη. Να απομένει, άραγε, πολύς δρόμος ακόμη για μια δημοκρατία που θα αγκαλιάζει όλους τους Ελληνες πολίτες;

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
Copyright © 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου