Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 07 Μάι 2022
Όθων Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Κλίκ για μεγέθυνση






 
Όθων Α΄
Otto I of Germany.jpg
Ο Όθων Α΄ από χειρόγραφο του 1200.
Περίοδος 2 Φεβρουαρίου 962 - 7 Μαΐου 973
Στέψη 2 Φεβρουαρίου 962[1]
Βασιλική του Αγίου Πέτρου, Ρώμη
Προκάτοχος Βερεγγάριος Α΄ της Ιταλίας
Διάδοχος Όθων Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Περίοδος 25 Δεκεμβρίου 961 - 7 Μαΐου 973
Στέψη 10 Οκτωβρίου 951[2]
Παβία
Προκάτοχος Βερεγγάριος Β΄ της Ιταλίας
Διάδοχος Όθων Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Περίοδος 2 Ιουλίου 936 – 7 Μαΐου 973
Στέψη 7 Αυγούστου 936
Καθεδρικός Ναός του Άαχεν
Προκάτοχος Ερρίκος Α΄ ο Ορνιθοθήρας
Διάδοχος Όθων Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Περίοδος 2 Ιουλίου 936 - 7 Μαΐου 973
Προκάτοχος Ερρίκος Α΄ ο Ορνιθοθήρας
Διάδοχος Βερνάρδος Α΄ της Σαξονίας
 
Γέννηση 23 Νοεμβρίου 912
Βαλχάουζεν, Ανατολική Φραγκία[3]
Θάνατος 7 Μαΐου 973 (60 ετών)
Μεμλέμπεν, Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Τόπος ταφής Καθεδρικός του Μαγδεβούργου
Σύζυγος Έντγκυθ της Αγγλίας (930-946)
Αδελαΐδα της Ιταλίας (951-973)
Επίγονοι Γουλιέλμος, αρχιεπίσκοπος του Μάιντς
Λιουτγκάρδη
Λιούντολφ της Σουηβίας
Ματθίλδη του Κέντλινμπεργκ
Όθων Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Οίκος Οίκος των Οθωνιδών
Πατέρας Ερρίκος Α΄ ο Ορνιθοθήρας
Μητέρα Ματθίλδη του Ρίνγκελχαϊμ
Θρησκεία Καθολική Εκκλησία
Υπογραφή Otto signum.png
 
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Όθων Α΄ (Otto I, 23 Νοεμβρίου 912 - 7 Μαΐου 973) ήταν βασιλιάς της Γερμανίας από το 936 και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 962 μέχρι το θάνατό του το 973. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ερρίκου Α΄ του Ορνιθοθήρα και της Ματθίλδης, κόρης του Ντήτριχ κόμη του Ρίνγκελχαϊμ.

Ήταν επίσης σύζυγος της Έντγκυθ της Αγγλίας και αργότερα, μετά τον θάνατό της, έγινε σύζυγος της Αδελαΐδας της Βουργουνδίας.

Διαδέχθηκε (936) τον πατέρα του στη Σαξονία. Ο αυτοκρατορικός τίτλος είχε μείνει κενός για 40 περίπου χρόνια μετά την δολοφονία του Βερεγγάριου του Φρίουλι (924), δισεγγονού του Καρλομάγνου και ο Όθωνας ήταν ένας από τους πολλούς διεκδικητές του. Τελικά κατάφερε να τον κατακτήσει το 962 μέσω της νομιμοποίησης του αιτήματός του που απέκτησε από τον γάμο του με τη Αδελαΐδα της Ιταλίας το 951.[4] Ο Όθωνας και η Αδελαΐδα στέφθηκαν ταυτόχρονα και από κοινού αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαΐκής Αυτοκρατορίας[5][6] στην θρυλική πρωτεύουσα του Καρλομάγνου, Άαχεν, από τον Χιλδελβέρτο, αρχιεπίσκοπο του Μάιν με την παρουσία των δουκών της Φρανκονίας, Σουηβίας, Βαυαρίας και Λωρραίνης.

Ο Όθωνας, μέσω του γάμου του με την Αδελαΐδα, θεωρούσε τον εαυτό του μόνο νόμιμο διάδοχο του Καρλομάγνου, του οποίου οι τελευταίοι διάδοχοι στην Δυτική Φραγκία είχαν πεθάνει από το 911, ενώ η Νευστρία βρισκόταν κάτω από την εξουσία των Καρολιδών. Παράλληλα είχε ισχυρότατη υποστήριξη από την εκκλησία. Ο Όθωνας έστρεψε το ενδιαφέρον του στην εκκλησία που είχε πολύ μεγάλη δύναμη με σκοπό να ιδρύσει ένα θεοκρατικό καθεστώς, με το οποίο θα μπορέσει να υποτάξει όλους τους ευγενείς. Το 938 μια πλούσια φλέβα χρυσού που ανακαλύφθηκε στην Σαξονία έφερε τεράστια οικονομικά κέρδη στην αυτοκρατορία για περισσότερο από δύο αιώνες.

Κατά την πρώιμη βασιλεία του, ο Όθωνας ανέπτυξε στενές σχέσεις με τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄, ο οποίος κυβέρνησε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 913 μέχρι το θάνατό του το 959. Η Ανατολική Φραγκία και το Βυζάντιο έστειλαν πολλούς πρέσβεις ο ένας στον άλλο. Ο επίσκοπος Thietmar του Merseburg, ένας μεσαιωνικός χρονογράφος, καταγράφει: «Μετά από αυτό [την ήττα του Gilbert το 939], κληρονόμοι από τους Έλληνες [Βυζαντινοί] έφεραν δύο φορές δώρα από τον αυτοκράτορά τους στον βασιλιά μας, και οι δύο ηγέτες βρίσκονταν σε περίοδο ομονοίας".[7]

Αντιμέτωπος με τον αδελφό του Ερρίκο και πολλές άλλες εξεγέρσεις

 
Σφραγίδα του Όθωνα Α΄(968)

Το 938 ο Όθωνας αντιμετώπισε μια σειρά από εξεγέρσεις όπως του Έμπερχαρτ, νέου δούκα της Βαυαρίας, και του Θάνκμαρ που απαιτούσε να πάρει το δουκάτο του του Μέρσεμπουργκ τις κατέστειλε όλες επιτυχώς. Οι εξεγέρσεις συνεχίστηκαν από τον Γιλβέρτο, δούκα της Λωρραίνης, και γαμπρό του Όθωνα που ορκίστηκε πίστη στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Δ΄. Ο Όθωνας συμμάχησε με όλους τους εχθρούς του Λουδοβίκου, όπως ο Ούγος ο Μέγας, ο Ερβέρτος Β΄ του Βερμαντουά, ο Γουλιέλμος Α΄ της Νορμανδίας και ο Αρνούλφος Α΄ της Φλάνδρας. Ο Ερρίκος, μικρότερος αδελφός του Όθωνα, συμμάχησε με τον Γιλβέρτο. Ο Όθωνας τους πολιόρκησε στο κάστρο του Σεβρεμόν και στη συνέχεια κατάφερε να καταδιώξει τον Λουδοβίκο Δ΄ ως την πρωτεύουσά του στο Λον, ενώ πολιόρκησε και τον δούκα της Φραγκονίας στο κάστρο του στον Ρήνο. Ο Φρειδερίκος, αρχιεπίσκοπος του Μάιντς, συμμάχησε με τον Ερρίκο και τον Γιλβέρτο, αλλά ο Όθωνας κατάφερε να καταστείλει την εξέγερση. Ο Γιλβέρτος πνίγηκε στον Ρήνο, ενώ ο Ερρίκος κατέφυγε στην Γαλλία όπου υποστήριξε τον Ούγο Καπέτο στη διαδοχή του Γαλλικού στέμματος.

Το 941, ο Όθωνας συμφιλιώθηκε με τον Ερρίκο λόγω της επέμβασης της μητέρας του, και ο Όθων έφυγε από τη Γαλλία αναγνωρίζοντας την κυριαρχία του Λουδοβίκου στην Λωρραίνη. Αργότερα αντιμετώπισε εξέγερση σλαβικών φυλών τότε ο Ερρίκος συνωμότησε για άλλη μια φορά με τον Φρειδερίκο του Μάιντς για την δολοφονία του αδελφού του, η συνωμοσία αποκαλύφθηκε αλλά ο Όθωνας τελικά του έδωσε για άλλη μια φορά συγχώρεση λόγω της διαμεσολάβησης της αδελφής του, Γκερμπέργκα της Σαξονίας.[8] Ο Ερρίκος από τότε δεν αμφισβήτησε ξανά την εξουσία του Όθωνα εν μέρει λόγω της έντονης διπλωματικής επιρροής που θα ασκούσε τα μετέπειτα χρόνια η επόμενη σύζυγος του Όθωνα, η Αδελαΐδα της Ιταλίας.[6] Για να εξασφαλίσει τον εαυτό του από περισσότερες εξεγέρσεις ο Όθωνας στην συνέχεια τοποθέτησε επικεφαλής σε όλα τα δουκάτα συγγενικά του πρόσωπα. Ως το 950 αντιμετώπισε ασταμάτητες Ουγγρικές επιδρομές τότε κατάφερε να τους νικήσει οριστικά. Επιτέθηκε άλλες δύο φορές στην Γαλλία (942, 946) εναντίον του Λουδοβίκου χωρίς να έχει σημαντικές επιτυχίες, μετά από μια αποτυχημένη επίθεση στην Νορμανδία επέστρεψε στην Γερμανία.

Σε σύγκρουση με τον γιο του Λιούντολφ

Την εποχή εκείνη η Ιταλία έπεσε σε μεγάλο πολιτικό χάος, μετά τον θάνατο από δηλητηρίαση του Λοθαρίου του Αρλ (950) και ο Ιταλικός θρόνος κατελήφθη από μία γυναίκα, την Αδελαΐδα της Ιταλίας, κόρη, νύφη και χήρα των τριών τελευταίων βασιλέων. Ένας ευγενής, ο Βερεγγάριος της Ιρβέα, σφετερίστηκε εκείνη την εποχή τον Ιταλικό θρόνο, πιέζοντας την Αδελαΐδα να παντρευτεί τον γιό του Αδαλβέρτο. Η Αδελαΐδα δραπέτευσε στην Κανόσα αναζητώντας Γερμανική βοήθεια. Ο Λιούντολφ και ο Ερρίκος, γιος και αδελφός αντίστοιχα του αυτοκράτορα Όθωνα, επιτέθηκαν στην Νότια Ιταλία. Το 951 ο ίδιος προσωπικά ο Όθωνας εκστράτευσε στην Ιταλία. Δέχθηκε την υποταγή όλης της τοπικής αριστοκρατίας, αναγκάζοντας τον Βερεγγάριο και τον γιό του να του δηλώσουν υποτέλεια αναγνωρίζοντάς του τον τίτλο του «βασιλιά των Λομβαρδών» (952) και τους επέτρεψε να κυβερνήσουν την Ιταλία ως υποτελείς του.

 
Έφιππος ανδριάντας, πιθανώς του αυτοκράτορα Όθωνα Α΄, στο Βρανδεμβούργο (1240)
 
Ο Όθων Α΄ από έφιππο ανδριάντα του.

Χήρος ο αυτοκράτορας από το 946, παντρεύτηκε την Αδελαΐδα με σκοπό να νομιμοποιήσει την διεκδίκησή του για τον αυτοκρατορικό θρόνο της Ρώμης μέσω των κληρονομικών δικαιωμάτων που διέθετε η νέα του σύζυγος. Όταν όμως έκανε γιο, ο Λιούντολφ φοβήθηκε την θέση του και εξεγέρθηκε κατά του πατέρα του (953) με την βοήθεια του Κορράδου, δούκα της Λωρραίνης. Αρχικά κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τον Όθωνα, αλλά αργότερα έκαναν το λάθος να συμμαχήσουν με τους Μαγυάρους, πράξη που συσπείρωσε εναντίον τους ολόκληρη την Γερμανική αριστοκρατία (954). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ηττηθούν και να καθαιρεθούν από τους τίτλους τους. Ο Όθωνας προσπάθησε με κάθε τρόπο να ενισχύσει τις εκκλησιαστικές εξουσίες απέναντι στην εξουσία των ευγενών, μετά την αφαίρεση του δουκάτου της Λωρραίνης από τον Κορράδο τον ερυθρό και διόρισε νέο δούκα τον νεώτερο αδελφό του, Μπρούνο, ο οποίος διορίστηκε και αρχιεπίσκοπος Κολωνίας.

Αυτοκράτορας της Ρώμης

Η Ιταλία βρισκόταν πάλι σε πολιτικές αναταραχές όταν ο Βερεγγάριος ενοχλούσε τα βόρεια παπικά εδάφη ο πάπας Ιωάννης ΙΒ΄ κάλεσε τον Όθωνα για βοήθεια. Ο Όθωνας επέστρεψε στην Ιταλία στις 2 Φεβρουαρίου 962 όπου ο πάπας έστεψε την Αδελαΐδα Αυτοκράτειρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας λόγω των κληρονομικών δικαιωμάτων της και μαζί της έστεψε αυτοκράτορα και τον Όθωνα[5][9][8] ενώ παράλληλα τον έχρισε φύλακα της περιουσίας των εκκλησιαστικών εδαφών. Όταν ο Όθων ανακατέλαβε τα παπικά εδάφη από τον Βερεγγάριο και εγκατέλειψε την Ρώμη ο πάπας φοβήθηκε την ισχύ του αυτοκράτορα και συνωμότησε εναντίον του με το Βυζάντιο και τους Ούγγρους. Ο Όθων επέστρεψε στην Ρώμη τον Νοέμβριο του 963 συγκάλεσε Σύνοδο με την οποία κήρυξε έκπτωτο τον πάπα Ιωάννη ΙΒ΄ τοποθετώντας στην θέση του τον Λέοντα Θ΄, όταν ο αυτοκράτορας εγκατέλειψε την Ρώμη ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους οπαδούς του και σε αυτούς του Ιωάννη. Ο Ιωάννης επέστρεψε στην Ρώμη μέσω αιματοχυσίας άρχισε να αφορίζει όσους τον εκθρόνισαν αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα να επανέλθει για τρίτη φορά. Τον Ιούλιο του 964 εκθρόνισε τον πάπα Βενέδικτο Ε΄, που τον είχε τοποθετήσει ο Ιωάννης, ο οποίος είχε πεθάνει δύο μήνες νωρίτερα, πήρε υπόσχεση από τους κατοίκους της Ρώμης να μην εκλέξουν ποτέ νέο πάπα χωρίς την αυτοκρατορική έγκριση. Συνέχισε να κάνει εκστρατείες στην Ιταλία (966 - 972) και το 972 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής του αναγνώρισε τον αυτοκρατορικό τίτλο, ενώ συμφώνησε να δώσει την ανιψιά του, Θεοφανώ, ως σύζυγο στον γιο και διάδοχό του, Όθωνα Β΄.

Συμβολή στην Οθωνική Αναγέννηση

(βλέπε επίσης κύριο λήμμα Οθωνική Αναγέννηση)

Ο Όθωνας Α΄ μαζί με την σύζυγό του Αδελαΐδα της Βουργουνδίας θεωρούνται υπεύθυνοι για την έναρξη της λεγόμενης Οθωνικής Αναγέννησης που ξεκίνησε με τον γάμο τους το 951 που συνένωσε την Ιταλία, την Σαξονία και μεγάλο μέρος της Φραγκίας και συνεχίστηκε από τους διαδόχους του καθ' όλη την διάρκεια της δυναστείας των Οθωνιδών. Κατά την διάρκεια αυτής της εποχής παρατηρήθηκε έντονη άνθηση των τεχνών και των γραμμάτων καθώς και της μοναστικής ζωής και της εκπαίδευσης στα μεγάλα Αββαεία της Αγγλοσαξονίας.

Τελευταία χρόνια

Εορτάζοντας το Πάσχα στο Quedlinburg, ο Όθωνας, σύμφωνα με τον Thietmar του Merseburg, υποδέχθηκε «τους δούκες Miesco [της Πολωνίας] και Boleslav [της Βοημίας], και κληρονόμους των Ελλήνων [Βυζάντιο], τους Beneventans [Ρώμη], Magyars, Βούλγαρους, Δανούς και Σλάβους.[10] Λίγες μέρες αργότερα ο Όθωνας ταξίδεψε στο παλάτι του στην Memleben, εκεί όπου ο πατέρας του εκοιμήθη 37 χρόνια νωρίτερα. Ενώ βρισκόταν εκεί, ο Όθωνας αρρώστησε βαριά με πυρετό και εκοιμήθη στις 7 Μαΐου 973, ετών 60.[11]

Οικογένεια

Με την πρώτη σύζυγό του, μία ανώνυμη των Σλάβων, είχε τέκνο:

Από τη δεύτερη σύζυγό του Ήντιθ του Οίκου του Σάσεξ, κόρη του Εδουάρδου του Πρεσβύτερου, βασιλιά των Αγγλο-Σαξόνων, είχε τέκνα;

Με την τρίτη σύζυγό του Αγία Αδελαΐδα των Παλαιών Γουέλφων, κόρη του Ροδόλφου Β΄ βασιλιά της Βουργουνδίας/Αρλ & Λομβαρδίας, είχε τέκνα;

  • Ματθίλδη 955-999, ηγουμένη του αββαείου του Κέντλινμπουργκ.
  • Όθων Β΄ 955-983, δούκας της Φραγκονίας και βασιλιάς της Γερμανίας & Λομβαρδίας. Νυμφεύτηκε τη Θεοφανώ Σκλήραινα, ανιψιά του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή, Αυτοκράτορα των Ρωμαίων.

Παραπομπές

  1.  
  1. Schutz 2010, σελ. 64.

Βιβλιογραφία

  • Thietmar of Merseburg (1012–1018). «Chronicon Thietmari Merseburgensis». Στο: Warner, David A. Ottonian Germany. The Chronicon of Thietmar of Merseburg (2001). Translated by David A. Warner. Manchester University Press. ISBN 978-0-7190-4926-2.
  • Schutz, Herbert (2010). The Medieval Empire in Central Europe: Dynastic Continuity in the Post-Carolingian Frankish Realm, 900–1300. Cambridge Scholars Publishing. σελίδες 41–70. ISBN 978-1-4438-1966-4.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Βερεγγάριος Β΄
Βασιλιάς της Ιταλίας
961 - 973
Διάδοχος
Όθων Β΄ της Γερμανίας
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου