Απόσπασμα από το βιβλίο Fascism (Macmillan, 1976). Ο Martin Kitchen είναι επίτιμος καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ του Βανκούβερ και συγγραφέας.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας 

 Δημοσιεύθηκε την 29 Ιουνίου, 2023





Η αδυναμία της 3ης Διεθνούς να προσφέρει μια ικανοποιητική θεωρία για το φασισμό, και οι επακόλουθες αδυναμίες των κομμουνιστικών πολιτικών να καταπολεμήσουν το φασισμό, ανάγκασε πολλούς Μαρξιστές θεωρητικούς να αναθεωρήσουν το ζήτημα. Μεταξύ των πολλών τέτοιων προσπαθειών η πιο πετυχημένη ήταν εκείνη του August Thalheimer, ενός από τους σημαντικότερους διανοούμενους του γερμανικού κόμματος. Ο Thalheimer βάσισε την ανάλυση του πάνω στο φασισμό στα γραπτά του Marx πάνω στο Λουδοβίκο Ναπολέοντα, ειδικά στην 18η Μπριμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη και τον εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία. Ήταν προσεκτικός στο να μη μπερδέψει το φασισμό με το βοναπαρτισμό, και δεν πρόβαλε τη σύγχρονη πραγματικότητα σε ένα ιστορικό καλούπι. Κατανόησε πως ο Marx είχε μια εξαιρετική θεωρητική κατανόηση του προβλήματος  ενός αντεπαναστατικού κινήματος μέσα στην αστική κοινωνία, και πως υπήρχαν εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ βοναπαρτισμού και φασισμού στην ιστορική σχέση μεταξύ των τάξεων, στη πολιτική πρακτική και στη δυναμική των δυο μορφών του αντιδραστικού καθεστώτος.

Ο βοναπαρτισμός προέκυψε από τους φόβους της γαλλικής αστικής τάξης πως το κοινοβουλευτικό καθεστώς δεν ήταν πλέον σε θέση να εγγυηθεί τα συμφέροντα τους. Η εξέγερση της εργατικής τάξης το 1848 τους γέμισε με αβεβαιότητα και φόβο, και αναζητούσαν πλέον μια δραστική λύση στο πρόβλημα τους. Η κοινοβουλευτική διακυβέρνηση, το μεγάλο πολιτικό επίτευγμα της αστικής τάξης, έγινε τώρα κίνδυνος για την ηγεμονία της τάξης που το είχε δημιουργήσει. Αυτό που είχε χαιρετηθεί ως «φιλελεύθερο» τώρα καταδικάζονταν ως «σοσιαλιστικό». Η αστική τάξη έπρεπε να διασωθεί από τις συνέπειες της ίδιας της διακυβέρνησης της. Όπως έγραψε ο Marx: «Για να σώσει το πορτοφόλι της, πρέπει να απαρνηθεί το στέμμα της». Ο βοναπαρτισμός έτσι ήταν αστικός στο πνεύμα του, γιατί ήταν καθεστώς σχεδιασμένο να συντηρήσει την οικονομική και κοινωνική θέση της αστικής τάξης. Αλλά για να συμβεί αυτό η αστική τάξη ήταν έτοιμη να παραδώσει την πολιτική εξουσία στην ανεξάρτητη εκτελεστική εξουσία.

Η κοινωνική βάση για την υποστήριξη του βοναπαρτισμού ήταν οι μικρογεωργοί. Η αναδιανομή της γης ήταν ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά πλέον είχε γίνει σοβαρό πρόβλημα στην επιπλέον ανάπτυξη του αγροτικού τομέα. Πλέον απαιτούνταν μεγάλα κτήματα με εντατική καπιταλιστική εκμετάλλευση. Οι γεωργοί ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν στην πρόοδο του αγροτικού καπιταλισμού και αναζητούσαν στιβαρή ηγεσία για να τους διασώσει. Αντίθετα από την επαναστατική εργατική τάξη, οι αγρότες πίστευαν στην αστική αρχή της ιδιωτικής περιουσίας, αλλά χρειάζονταν βοήθεια ενάντια στις μονοπωλιακές τάσεις του μεγάλου κεφαλαίου. Επειδή στερούνταν οποιαδήποτε πολιτική ή οικονομική οργάνωση που θα μπορούσε να επιβάλει τα ταξικά τους συμφέροντα, μιλώντας με απόλυτους όρους, δεν είχαν διαμορφώσει μ9ια τάξη. Στερημένη της δικής τους αντιπροσώπευσης έπρεπε να αντιπροσωπευθούν. Όπως είπε ο Marx: «Η πολιτική επιρροή των μικροϊδιοκτητών γεωργών, βρίσκει έτσι την έκφραση της στην εκτελεστική εξουσία που υποδουλώνει την κοινωνία στον εαυτό της».

Η στήριξη για το βοναπαρτιστικό καθεστώς δεν ήρθε μόνο από τους μικρογεωργούς αλλά και από το πολιτικό κίνημα – τη ένωση του Δεκέμβρη. Ο Marx περιέγραψε την ένωση με χαρακτηριστικά ζωηρή γλώσσα:

«Με πρόσχημα τη δημιουργία μιας καλοήθους κοινωνίας του λούμπεν προλεταριάτο του Παρισιού είχε οργανωθεί σε μυστικές οργανώσεις, κάθε οργάνωση καθοδηγούνταν από βοναπαρτιστές παράγοντες, με ένα βοναπαρτιστή στρατηγό επικεφαλή του συνόλου. Δίπλα παρηκμασμένους δανδήδες με αμφίβολα μέσα διαβίωσης και αμφίβολης προέλευσης, δίπλα από κατεστραμμένα και τυχοδιωκτικά παρακλάδια της αστικής τάξης, υπήρχαν περιπλανώμενοι, απολυμένοι στρατιώτες, απολυμένοι φυλακισμένοι, σκλάβοι των γαλερών που το είχαν σκάσει, απατεώνες, κομπογιαννίτες, φτωχοί, πορτοφολάδες, τζογαδόροι, μαστροποί, ιδιοκτήτες μπουρδέλων, πορτιέρηδες, διανοούμενοι, οργανοπαίχτες, ρακοσυλλέκτες, γανωματήδες, ακονιστές, ζητιάνοι – με λίγα λόγια, ολόκληρη η απροσδιόριστη, αποσυντιθέμενη μάζα, πεταμένη εδώ και εκεί που οι Γάλλοι αποκαλούν οι μποέμ». 

Η σύνθεση αυτής της ομάδας δεν ήταν τυχαία, γιατί αποτελεί σπίτι  για τους αποκηρυγμένους όλων των τάξεων που ζουν σε ένα είδος ιδεολογικού μεταιχμίου. Παρόλη την επαναστατική της ρητορική αυτή η ομάδα δεν μπορεί ποτέ να είναι επαναστατική, γιατί αν και μπορεί να αντιπροσωπεύει σε ένα ορισμένο βαθμό την άρνηση της αστικής ταξικής αρχής, παραμένει παρόλα αυτά μέσα στην αρχή αυτή. Οι μποεμ δεν είναι πιο αντίθετοι προς την αστική κοινωνία από ότι ένας κλέφτης είναι εναντίον στην ιδιωτική ιδιοκτησία.

 

Η ναπολεοντική ιδεολογία χρησιμοποιήθηκε επιδέξια για να κρατήσει μαζί αυτό το εντυπωσιακά διαιρεμένο κράτος. Οι αγρότες εκτίμησαν τη θέση του Ναπολέοντα ΙΙΙ πως θα μείνει αμέτοχος στη σύγκρουση κεφαλαίου και εργασίας. Η στήριξη της εργατικής τάξης αλιεύθηκε με την αναφορά στο κοινοβούλιο ως εργαλείο της αστικής ταξική εξουσίας και με τη θέση πως η καταστροφή του κοινοβουλίου είναι έτσι σε όφελος του προλεταριάτου. Ο Ναπολέοντας επίσης υποστήριζε πως δρούσε σύμφωνα με τα συμφέροντα των τάξεων των ιδιοκτητών επειδή πίστευε στην ανωτερότητα τους έναντι της εργατικής τάξης. Τέλος η ιδέα της επιδίωξης εθνικής δόξας χρησιμοποιήθηκε για να ενώσει όλες τις τάξεις μαζί.

Οι ομοιότητες με το φασισμός είναι εντυπωσιακές. Ο φασισμός δεν ήταν φυσικά κίνημα των χωρικών, η θέση όμως των μικροϊδιοκτητών χωρικών  στη Γαλλία ήταν παρόμοια με τη θέση των μικροαστών των πόλεων στη Γαλλία και στη Γερμανία. Η κοινωνική βάση του βοναπαρτισμού και του φασισμού ήταν ένας τομέας της κοινωνίας που κάποια εποχή, στην αρχή της διαδικασίας της εκβιομηχάνισης, ήταν επαναστατική, αλλά που τώρα απειλούνταν από την παραπέρα εξέλιξη της βιομηχανικής κοινωνίας και είχε γίνει για πάντα αντεπαναστατική. Και οι χωρικοί και οι μικροαστοί δεν μπορούσαν να εκφράσουν τις κοινές φιλοδοξίες και αγωνίες τους, επειδή και οι δυο ομάδες αποτελούνταν από απομονωμένα άτομα που στερούνταν κάθε αίσθηση ταξικής αλληλεγγύης. Έτσι και οι δυο ομάδες ήταν πρόθυμες να υποταχθούν στην επιθυμία και στη προσταγή ενός σωτήρα.

Τα φασιστικά κόμματα, όπως η Ένωση της 1οης Δεκέμβρη του Λουδοβίκου Ναπολέοντα, πρόσφερε ένα φιλόξενο σπίτι στους αποταγμένους όλων των τάξεων, για τους άριζους και τους θυμωμένους. Υπήρχε όμως μια ξεκάθαρη διαφορά βαθμού. Τα φασιστικά καθεστώτα υποστηρίζονταν από μαζικά κόμματα, ο Λουδοβίκος Ναπολέοντας από μια μικρή ομάδα. Αυτό οφείλεται στις διαφορετικές ιστορικές περιστάσεις και το διαφορετικό βαθμό στον οποίο είχαν αναπτυχθεί οι αντιφάσεις προκάλεσαν την ανάγκη για ένα βοναπαρτιστικό ή φασιστικό καθεστώς. Για τον Thalheimer το μαζικό κόμμα είχε πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα για το φασιστικό καθεστώς. Από την μια είχε ενισχύσει την ανεξαρτησία του, από την άλλη όμως έκανε εντονότερο το πρόβλημα των αντιφάσεων μεταξύ του κόμματος που αντιπροσώπευε τις φιλοδοξίες των μαζών και των ιδιαίτερων συμφερόντων της άρχουσας τάξης.

Η θέση του Thalheimer πως το φασιστικό κόμμα δεν χρειάζεται να έχει πάντοτε τα ίδια συμφέροντα με την άρχουσα τάξη τον ξεχωρίζει από τους θεωρητικούς της 3ης Διεθνούς με την ετερόνομη θεωρία τους για το φασισμό. Η ιδέα του Thalheimer βασίζονταν εν μέρει στην άμεση παρατήρηση των φασιστικών καθεστώτων, αλλά και στην άποψη του Marx πως ο βοναπαρτισμός γνώρισε την δημιουργία μιας σχετικά ανεξάρτητης κρατικής εκτελεστικής εξουσίας. Η ιδέα αυτή προκάλεσε μια σειρά από προβλήματα σε μαρξιστές συγγραφείς, γιατί αν η κρατική εξουσία μπορούσε να γίνει σχετικά ανεξάρτητη ήταν εμφανές πως δεν μπορούσες πλέον να χαρακτηρίσεις το κράτος ως την εκτελεστική επιτροπή της άρχουσας τάξης. Δημιούργησε επίσης το πρόβλημα πως η σχέση μεταξύ «βάσης» και «υπερδομής» στη σκέψη του Marx, γιατί έλεγε πως η σχέση μπορούσε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να κλίνει υπέρ της υπερδομής, ανατρέποντας έτσι τη τυπική έμφαση στη βάση. Ο Marx πίστευε πως το αστικό κράτος χαρακτηρίζονταν όχι μόνο από την οικονομική κυριαρχία της αστικής τάξης, αλλά και από την τάση να γίνει η κρατική εξουσία ανεξάρτητη, και έτσι υποστήριζε πως ήταν απαραίτητο για το επαναστατικό προλεταριάτο όχι μόνο να καταστρέψει την οικονομική εξουσία της αστικής τάξης αλλά και να διαλύσει το κρατικό μηχανισμό. Έτσι για τον Marx η ανεξαρτησία του κρατικού μηχανισμού είναι δομικά έμφυτη μέσα στη καπιταλιστική κοινωνία. Δεν είναι το χαρακτηριστικό μιας ιδιαίτερης ιστορικής εποχής αλλά αντίθετα το αποτέλεσμα της εντατικοποίησης των αντιφάσεων μεταξύ  κεφαλαίου και εργασίας. Ο βοναπαρτισμός ήταν έτσι μια μορφή ενός χαρακτηριστικού τρόπου διακυβέρνησης στην αστική κοινωνία, καθώς φαίνονταν  πως «η σφετεριστική δικτατορία του κυβερνητικού μηχανισμού» ήταν ο μόνος εφικτός τρόπος με τον οποίο η αστική τάξη μπορούσε να συνεχίσει την κυριαρχία της πάνω στο προλεταριάτο. Ο Marx υποστήριζε επίσης πως το κράτος δεν «αιωρούνταν στον αέρα». Ο βοναπαρτισμός ήταν μια μορφή αστικής κυριαρχίας, μόνο που ο σχετικά ανεξάρτητος κυβερνήτης αποφάσιζε το τρόπο με τον οποίο θα οργανωθεί η οικονομική κυριαρχία της κοινωνίας από την αστική τάξη. Η διαδικασία αυτή, που ο Engels περιέγραψε ως το σημείο που το κράτος παύει να εξυπηρετεί τη κοινωνία και γίνεται ο αφέντης της, δεν είναι φυσικά ανάλογη του φασισμού, αλλά σίγουρα κάνει το φασισμό πιο πιθανό και κάνει πιο δύσκολη την καταπολέμηση των φασιστικών τάσεων μέσα στο σύγχρονο κράτος.

 

Ο Thalheimer τόνισε μια ακόμη ομοιότητα μεταξύ βοναπαρτισμού και φασισμού – την εξωτερική πολιτική των δυο καθεστώτων. Ο Λουδοβίκος Ναπολέοντας προσπάθησε να εξομαλύνει τις αντιφάσεις μέσα στο καθεστώς του με τις εξωτερικές του περιπέτειες. Για το Marx και τον Engels οι περιπέτειες του Ναπολέοντα στη Συρία και στο Μεξικό, στη Κριμαία και στη Κίνα, εναντίον της Αυστρίας και της Γερμανίας ήταν μια αναγκαία συνέπεια του δικού του τρόπου διακυβέρνησης. Ένα καθεστώς που πίστευε πως βρίσκονταν πάνω από τις ταξικές διαιρέσεις χρειάζονταν να βρει ένα τρόπο απόκρυψης αυτών των διαιρέσεων. Δραματικές πράξεις εξωτερικής πολιτικής  σχεδιάστηκαν ειδικά για να ενώσουν τη χώρα και να αποσπάσουν τα μυαλά των ανθρώπων από τα σημαντικά προβλήματα της επικαιρότητας. Η βοναπαρτιστική εξωτερική πολιτική μπορεί να αντιμετωπιστεί ως βαλβίδα ασφαλείας που μειώνει τις εγχώριες πολιτικές εντάσεις.

Ο Marx τόνιζε πως του βοναπαρτισμού είχε προηγηθεί μια απόπειρα της εργατικής τάξης να καταλάβει την αστική κοινωνία που απέτυχε και κατόρθωσε να γεμίσει την αστική τάξη με φόβο. Οι αστικοί ιδεολογικοί σχηματισμοί  υπέφεραν από μια βαθιά κρίση, και υπήρχαν βαθιά χάσματα μέσα στο ηγεμονικό μπλοκ. Ο Thalheimer έγραψε: «Μια σοβαρή ήττα του προλεταριάτου σε μια οξεία κοινωνική κρίση είναι μια από τις προϋποθέσεις του βοναπαρτισμού». Αν η ανάλυση αυτή χρησιμοποιούνταν για το φασισμό τότε είναι ξεκάθαρο πως ο φασισμός  ακολούθησε την ήττα της εργατικής τάξης, και αν αυτό ήταν αλήθεια τότε η Τρίτη Διεθνής ήταν εντελώς λάθος στο να θεωρεί το φασισμό ως αμυντική κίνηση από την αστική τάξη και η στρατηγική του «σοσιαλφασισμού» ήταν έτσι ιδιαίτερα λανθασμένη.

Μια ακόμη διαφορά μεταξύ του ορισμού του φασισμού από τον Thalheimer και εκείνου της Τρίτης Διεθνούς, διαφορές που οδήγησαν στην αποβολή του από το KPD και τη διεθνή το 1929, ήταν η ανάγνωση του ισχυρισμού του Marx πως ο βοναπαρτισμός είναι η «απόλυτη» μορφή αστική ταξικής κυριαρχίας. Για τη Διεθνή ο φασισμός ήταν το τέλος του δρόμου για το καπιταλισμό, ήταν ο τελευταίος επιθανάτιος ρόγχος ενός ετοιμοθάνατου συστήματος που θα το αντικαθιστούσε ο σοσιαλισμός. Ο Thalheimer επισήμανε πως αν κάποιος θεωρήσει το «απόλυτη» ως «τελική» τότε ο Marx έλεγε ανοησίες. Πως ήταν δυνατό η αστική εξουσία να επιβιώσει σχεδόν ανενόχλητη στη Τρίτη Δημοκρατία; Ούε και ο βοναπαρτισμός ήταν «απόλυτος» με την έννοια πως ήταν η πιο εξελιγμένη μορφή αστικής κυριαρχίας, γιατί ο γαλλικός καπιταλισμός δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένος και ήταν ακόμη σε φάση ελεύθερου ανταγωνισμού. Για τον Marx «απόλυτη» χρησιμοποιούνταν με όρους απολυτότητας στις ταξικές σχέσεις. Ο Thalheimer έλεγε πως ο βοναπαρτισμός ήταν η απόλυτη μορφή  αστικής ταξικής κυριαρχίας όταν η αστική τάξη έχει έρθει αντιμέτωπη με την πολύ πραγματική απειλή  μιας προλεταριακής επανάστασης και είχε εξαντληθεί στη μάχη για την υπεράσπιση της προνομιακής θέσης της. Είναι μια αμυντική μορφή αστικής κρατικής εξουσίας μπροστά από την προλεταριακή επανάσταση, και ο φασισμός είναι μια πολύ παρόμοια μορφή της δικτατορίας του κεφαλαίου.

 

Ο χαρακτηρισμός του φασισμού ως αμυντικής στρατηγικής από τον Thalheimer είναι ανοιχτός σε συζήτηση και είναι σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του πως ακολουθεί την ήττα της εργατικής τάξης. Τείνει να υπερβάλλει το βαθμό στον οποίο ο κρατικός μηχανισμός ακολουθεί πολιτικές που είναι αντίθετες προς τις επιθυμίες και τις ανάγκες της καπιταλιστικής ελίτ. Και στα δύο αυτά σημεία η θεωρία του χρειάζεται επεξεργασία. Το βασικό σημείο της άποψης του ήταν αληθές. Προειδοποίησε πως ο φασισμός ενδυνάμωνε την οικονομική και πολιτική εξουσία της αστικής τάξης, έτσι ώστε η πτώση του φασισμού μάλλον θα ακολουθούνταν από την αποκατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, και πως οι σοσιαλιστές έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι για αυτή τη πιθανότητα αντί να ονειρεύονται πως ο σοσιαλισμός θα είναι το τελικό αποτέλεσμα της πτώσης του φασισμού.  Επιτέθηκε στην άποψη πως ο φασισμός ήταν η «ανοιχτή δικτατορία της αστικής τάξης» επειδή ο φασισμός ήταν μια από τις μορφές τις οποίες θα μπορούσε να πάρει αυτή η ανοιχτή δικτατορία. Ούτε και μπορούσε η εξασθένιση της εξουσίας του κοινοβουλίου και η ενίσχυση του εκτελεστικού κλάδου της κυβέρνησης, που είναι χαρακτηριστικό των περισσότερων φιλελεύθερων δημοκρατικών χωρών, μπορούσε να θεωρηθεί ανάλογο του φασισμού. Ούτε μπορούσε το προεδρικό καθεστώς του Brüning μπορούσε να θεωρηθεί φασισμός, γιατί ήταν αναγκαίο ένα ποιοτικό και ποσοτικό άλμα πριν θεωρηθεί φασιστικό. Καταστρέφοντας την κοινοβουλευτική δημοκρατία ο Brüning άνοιξε το δρόμο για το φασισμό, αλλά δεν ήταν ο ίδιος φασίστας.

Ένας ακόμη σημαντικός μαρξιστής στοχαστής που βάσισε τη θεωρία του για το φασισμό σε σημαντικό βαθμό πάνω στη θεωρία του βοναπαρτισμού του Marx ήταν ο Trotsky. Είναι διαρκές θέμα στα κείμενα του Trotsky πως οι μικροαστοί είναι ανίκανοι ανεξάρτητης πολιτικής δράσης, και πως ήταν αυτή η τάξη που αποτελούσε τη μαζική βάση του φασισμού. Τα κομμουνιστικά κόμματα θα έπρεπε έτσι να φέρουν αυτή τη τάξη στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, διαφορετικά θα περνούσαν στις γραμμές του φασισμού. Η θεωρία της Κομιντέρν για το σοσιαλφασισμό οδηγούσε απλά τους μικροαστούς στην αγκαλιά των φασιστών, και έκανε κάθε πιθανότητα αποτελεσματικής αντιφασιστικής πολιτικής αδύνατη.

Αντίθετα από την Τρίτη Διεθνή, ο Trotsky διέκρινε μεταξύ των καθεστώτων του Brüning, του Papen, του Schleicher και των φασιστών. Στο καθεστώς του Schleicher απέδωσε την πιο ταιριαστή ταμπέλα «βοναπαρτιστές». Το καθεστώς απολάμβανε ένα βαθμό ανεξαρτησίας από τη κοινωνία που δεν είχε επιτευχθεί από τον Brüning, που λειτουργούσε με μια ασταθή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που είχε τη σιωπηλή στήριξη των ναζιστών και των σοσιαλδημοκρατών. Επίσημα ήταν ένα «απολίτικο» καθεστώς βασισμένο στη στρατιωτική και αστυνομική δικταοτρία. Προσπάθσησε να κερδίσει κάποια στήριξη από την εργατική τάξη, και ήταν ουσιαστικά ένα αδρανές καθεστώς σχεδιασμένο να διατηρήσει το στάτους κβο. Ο Trotsky έτσι υποστήριζε πως ο γερμανικός βοναπαρτισμός ήταν φραγμός για το φασισμό, γιατί το καθεστώς δρούσε σαν ένα είδος διαιτητή και αστυνόμου μεταξύ της αριστεράς και της δεξιάς, προσπαθώντας να εμποδίσει κάθε πλευρά από το να γίνει πολύ ισχυρή και αποτρέποντας έναν ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο.

 

Ο βοναπαρτισμός, κατά την άποψη του Trotsky, χαρκατηρίζονταν από την έλλειψη μαζικής υποστήριξης, αν και έχουμε δει πως ο Marx πίστευε πως απολάμβανε την στήριξη των μικρογεωργών και ο Schleicher είχε κάνει μια απελπισμένη προσπάθεια για μαζική στήριξη. Ο φασισμός διαφέρει από το βοναπαρτισμό στην εκδοχή αυτή στο ότι διαθέτει μαζική στήριξη. Ο Trotsky, ωστόσο, τόνιζετόνιζςε πως εξαιτίας της συμμαχίας μεταξύ της μονοπωλιακής καπιταλιστικής ελίτ και της φασιστικής ηγεσίας  ένα φασιστικό καθεστώς δεν μπορούσε να συνεχίσει να βασίζεται στη κοινωνική δημαγωγία και στη μικροαστική τρομοκρατία. Τα φασιστικά καθεστώτα  είναι έτσι υποχρεωμένα να ελέγξουν, να περιορίσουν ακόμη και να φιμώσουν  τις μάζες που τα στήριξαν στην πορεία προς την εξουσία. Ο φασισμός έτσι χάνει τη μαζική τους στήριξη, και γίνεται γραφειοκρατικός. Όταν συμβεί αυτό δεν είναι πλέον φασισμός αλλά μια μορφή βοναπαρτισμού – «βοναπαρτισμός φασιστικής προέλευσης». Έτσι η θεωρία του Trotsky για το βοναπαρτισμό τον οδήγησε να κάνει το σοβαρό λάθος πως ο φασισμός ήταν προσωρινό φαινόμενο. Μόλις ο φασισμός τσακίσει τη ριζοσπαστική του πτέρυγα και γίνει βοναπαρτιστικός ήταν ήδη, σύμφωνα με το Trotsky, στη πορεία προς τη πτώση.

Έτσι σύμφωνα με το Trotsky ο φασισμός είναι μια απόπειρα από τους ηγέτες του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου να βρουν μια εναλλακτική μορφή κυριαρχίας στην αστική δημοκρατία, που είχε αποτύχει στο να εξασφαλίσει την υπεροχή τους. Οι μικροαστοί κινητοποιούνται και ριζοσπαστικοποιούνται έτσι ώστε η αστική δημοκρατία να ανατραπεί, αλλά μόλις γίνει αυτό το μαζικό μικροαστικό κίνημα γίνεται δυνητική απειλή. Κατά τη περίοδο της αστικής υπεροχής οι Ιακωβίνοι χρησιμοποιήθηκαν από την αστική τάξη ως η «πληβεία λύση» στον αγώνα τους ενάντια στη φεουδαρχική κοινωνία, τώρα στη περίοδο της αστικής παρακμής ο φασισμός ήταν μια νέα μορφή αυτής της «πληβείας λύσης». Ο φασισμός ήταν η «μαχητική οργάνωση της αστικής τάξης στη διάρκεια, και στη περίπτωση, ενός εμφυλίου πολέμου…. Παίζει τον ίδιο ρόλο για την αστική τάξη όπως η οργάνωση της ένοπλης εξέγερσης για το προλεταριάτο». Αυτή η ιδέα ενίσχυσε περαιτέρω την άποψη του Trotsky πως ο φασισμός ήταν ουσιαστικά προσωρινός, γιατί όπως και η ένοπλη εξέγερση δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα, έτσι ο φασισμός είναι καταδικασμένος να επιστρέψει σε κάποια μορφή τροποποιημένης αστικής νομιμότητας.

Ο επαναστατικός προλεταριακός διεθνισμός ήταν η μόνη απάντηση, κατά την άποψη του Trotsky, στην απειλή του φασισμού. Ο Trotsky έλεγε πως ο σοσιαλιστικός πατριωτισμός της σταλινικής θεωρίας του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» έκανε την αποτελεσματική διεθνή προλεταριακή δράση αδύνατη, και τύφλωνε τη Κομιντέρν προς τις επαναστατικές ευκαιρίες που αφθονούσαν. Η θεωρία του του φασισμού ήταν έτσι αυτού του εκπληκτικού επαναστατικού οπτιμισμού που τον έκανε να δει «επαναστατικές καταστάσεις» και στα πιο απίθανα μέρη. Καθώς πίστευε πως ο φασισμός ήταν μια αστική απάντηση σε μια προλεταριακή απειλή προς την αστική κοινωνία ήταν σύμπτωμα μιας «επαναστατικής κατάστασης». Έτσι αποκήρυξε την σοβιετική ιδέα  της συλλογικής ασφάλειας πάνω στη βάση του ότι μια συμμαχία μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των αστικών κρατών εναντίον του φασισμού θα μπορούσε να ενθαρρύνει μόνο τις σοσιαλπατριωτικές τάσεις στη γερμανική εργατική τάξη.  Παρόμοια το προλεταριάτο δεν θα έπρεπε να υποστηρίξει την αντιφασιστική πτέρυγα των εθνικών αστικών τάξεων γιατί αυτό θα ενίσχυε τους ταξικούς προδότες εντός του σοσιαλιστικού κινήματος. Έτσι ο Trotsky απέρριπτε τα λαϊκά μέτωπα του ισπανικού τύπου επειδή άμβλυναν τον ταξικό αγώνα και, με δεδομένη την αφετηρία του Trotsky πάνω στο φασισμό, αποδυνάμωναν τις αντιφασιστικές δυνάμεις.

 

Η άποψη αυτή πως απλά υπήρχε η επιλογή μεταξύ σοσιαλιστικής επανάστασης, που θα οδηγούσε στις ηνωμένες σοσιαλιστικές πολιτείες της Ευρώπης, ή του φασισμού, έκανε τον Trotsky να υιοθετήσει μια παραλλαγή της θεωρίας του σοσιαλφασισμού που κατηγορούσε τόσο σκληρά στη σοβιετική της μορφή. Αποκήρυξε τη πολιτική του λαϊκού μετώπου και της συλλογικής ασφάλειας ως κάτι που αντικειμενικά βοηθούσε τους φασίστες με το να αποδυναμώνει τις προλεταριακές δυνάμεις που μόνο αυτές μπορούσαν να πολεμήσουν το φασισμό. Επιτέθηκε στον Thälmann επειδή μιλούσε για «λαϊκές επαναστάσεις» που θεωρούσε πως ήταν φασιστική έννοια, τυπικό της άρνησης της Κομιντερν να δει πως η επανάσταση έπρεπε να είναι προλεταριακή ή δεν θα ήταν τίποτα. Παρόλα αυτά επέμενε πως υπήρχε μια βαθιά διαφορά μεταξύ της Ρωσίας του  Stalin και των φασιστικών καθεστώτων, αν και δεν ήταν ποτέ αρκετά σίγουρος σχετικά με την ακριβή φύση της Σοβιετικής Ένωσης.

Η θεωρία του Trotsky για το φασισμό υποφέρει από τη σοβαρή αδυναμία πως δεν μπόρεσε ή δεν επιθυμούσε να αναλύσει σε βάθος την ακριβή φύση της κρίσης μέσα στη καπιταλιστική κοινωνία, στην οποία απαντούσε ο φασισμός. Κατά περιόδους έλεγε πως 9οφείλονταν σε οξεία προβλήματα αναπαραγωγής και συσσώρευσης κεφαλαίου στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, αυτό όμως δεν βοήθησε καθόλου στο να εξηγήσει γιατί θριάμβευσε ο φασισμός στην Ιταλία παρά στις πιο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Σε άλλες στιγμές πίστευε πως ο φασισμός πως οφείλονταν σε μια πλήρως πολιτική κρίση, την αποτυχία της αστικής πολιτικής διαδικασίας να προσφέρει την αναγκαία σταθερότητα δίχως την οποία το οικονομικό σύστημα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει με μέγιστη αποτελεσματικότητα. Κατά περιόδους αισθάνθηκε ακόμη πως ο φασισμός ήταν μια μοχθηρή επινόηση της αστικής τάξης, λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο που ο Βολτέρος φαντάζονταν πως η εκκλησία ήταν η επινόηση κυνικών και εγωιστών ιερέων. Ακόμη πιο σοβαρή όμως ήταν η αδυναμία του να αναλύσει το ρόλο των μικροαστών στην καπιταλιστική κοινωνία. Εκεί που ο Marx είχε υποστηρίξει πως οι μικροαστοί είναι ουσιαστικά αντιδραστικοί, αν και κάποιες φορές χρησιμοποιούσαν μια ψευδο-επαναστατική γλώσσα, και που ο Lenin υποστήριζε πάντοτε πως οι μικροαστοί δεν θα μπορούσαν να πάνε ποτέ πιο πέρα από έναν αναρχικό «αριστερισμό», ο Trotsky πήρε αποστάσεις από το κλασικό μαρξισμό με το να επιμένει πως οι μικροαστοί μπορούσαν να περάσουν στις γραμμές του επαναστατικού προλεταριάτου αν τα κομμουνιστικά κόμματα μπορούσαν να προσφέρουν την αναγκαία ηγεσία. Δίχως να κατανοεί επαρκώς το ρόλο και τη φύση των μικροαστών στο προηγμένο καπιταλισμό, ο Trotsky δεν μπορούσε να αντιληφθεί τη πορεία της μαζικής στήριξης  που προσφέρονταν στα φασιστικά κινήματα, και με το να υποστηρίζει πως οι μικροαστοί μπορούσαν να επαναστατικοποιηθούν θα υιοθετούσε μια ακροαριστερή θέση που κατέστρεφε κάθε αποτελεσματική αντιφασιστική στρατηγική. Για να καταδικάσει όλους εκείνους που υποστήριζαν τα λαϊκά μέτωπα, περιλαμβανομένου του Stalin, ως «μικροαστούς πράκτορες του καπιταλισμού» ήταν τόσο παράλογη όσο παρόμοιες κατηγορίες από τη Κομιντέρν την περίοδο του ζενίθ της θεωρίας του σοσιαλφασισμού εναντίον των αντιφασιστών σοσιαλδημοκρατών.

 

Η προσπάθεια του Trotsky να χρησιμοποιήσει τη μαρξιστική θεωρία του βοναπαρτισμού για να φωτίσει το πρόβλημα του φασισμού είναι έτσι λιγότερο ικανοποιητική από εκείνη του Thalheimer. Ο βασικός λόγος είναι πως ο Trotsky δεν κατάφερε να κατανοήσει εντελώς την αρχική θεωρία. Ο Marx είδε τα χαρακτηριστικά του βοναπαρτισμού ως σχετική ανεξαρτησία της εκτελεστικής εξουσίας από την αστική τάξη, την καταστροφή του κοινοβουλίου, την ελαχιστοποίηση της αστικής τάξης σε πολιτική μηδαμινότητα, και τη δημιουργία μια κατάστασης όπου το «ξίφος που θα προστατέψει την αστική τάξη κρέμεται πάνω από το κεφάλι της σαν δαμόκλειος σπάθη». Ο Thalheimer, βασίζοντας τη θεωρία του για το φασισμό πάνω σ’ αυτή την ανάλυση, κατέληξε πως ο φασισμός ήταν «η ανεξαρτητοποίηση από την εκτελεστική εξουσία, του πολιτικού ελέγχου των μαζών, περιλαμβανόμενης της ίδιας της αστικής τάξης, υπό τη φασιστική κρατική εξουσία με τη κοινωνική κυριαρχία της αστικής τάξης και των μεγάλων γαιοκτημόνων». Ο Marx, όπως έχουμε δει, ήθελε να τονίσει πως η αστική τάξη είχε παραιτηθεί από την άμεση πολιτική εξουσία ώστε να διατηρήσει την οικονομική της εξουσία, και πως η οικονομική εξουσία με τη σειρά δεν έπρεπε να ιδωθεί απλά με όρους οικονομικής εξουσίας αλλά και ως κοινωνικής εξουσίας – για αυτό και η λεπτή διάκριση μεταξύ οικονομικών και πολιτικής στη σκέψη του Marx. Εκεί πού ο Marx προσπάθησε ιδιαίτερα για να εξετάσει την κοινωνική σύσταση της μαζικής στήριξης για το βοναπαρτισμό, ο Trotsky επέμενε πως ο βοναπαρτισμός χαρακτηρίζονταν από μια έλλειψη μαζικής στήριξης. Είναι ξεκάθαρο πως ο μαρξιστικός ορισμός του βοναπαρτισμού δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τα καθεστώτα του Brüning και του Papen, γιατί η αστική τάξη δεν είχε παραιτηθεί της πολιτικής εξουσίας, ούτε και είχε το κοινοβούλιο είχε δεχτεί τη χαριστική βολή παρόλο που η κοινοβουλευτική δημοκρατία είχε αποτύχει να ελέγξει τη κρίση και είχε αναστείλει εθελοντικά τις λειτουργίες του. Αυτή η σύγχυση οδήγησε το Trotsky στο να μιλά για «προ-βοναπαρτισμό», «ψεύδο-βοναπαρτισμό», «αποτρεπτικό βοναπαρτισμό», «φασιστικό βοναπαρτισμό» και «ανόητο βοναπαρτισμό», κάνοντας έτσι την έννοια του βοναπαρτισμού τόσο ασαφή ώστε να έχει ελάχιστη αξία ως αναλυτικό εργαλείο. Υπάρχει πολύ αλήθεια στη θέση του Trotsky πως «ο φασισμός οδηγεί σε μια στρατιωτική και γραφειοκρατική δικτατορία», αλλά μόνο αν χρησιμοποιήσουμε τον ορισμό του Marx για το βοναπαρτισμό και όχι του Trotsky.

Η περίτεχνη χρήση της θεωρίας του Marx για το βοναπαρτισμό από τον Thalheimer ως το σημείο εκκίνησης της θεωρίας του για το φασισμό ήταν μια σημαντική μεθοδολογική πρόοδος που χρησίμευσε ως η βάση για πολλά πολύτιμα μεταγενέστερα έργα. Απορρίπτει τη σχηματική και μη διαλεκτική σχέση μεταξύ της βάσης και της υπερδομής που είναι χαρακτηριστική της ετερονομικής θεωρίας  της Τρίτης Διεθνούς. Ταυτόχρονα όμως δεν αποδέχεται την αυτονομική προσέγγιση που βλέπει το φασισμό ως κάτι που είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητο από οικονομικές ορίζουσες. Η θεωρία αυτή, που προκύπτει από μια κριτική και της ετερονομικής και αυτονομικής θεωρίας του φασισμού, είναι μια μη δογματική και κριτική εφαρμογή των αρχών του ιστορικού υλισμού που βλέπει την κοινωνική πρόοδο ως ιστορική, διαλεκτική και βασισμένη στον υλικό κόσμο.

 

Σε μια τέτοια θεωρία ο φασισμός αντιμετωπίζεται ως ιστορικό φαινόμενο. Ως τέτοιο, ο χαρακτηρισμός του φασιστικού δεν μπορεί να αποδοθεί σε καθεστώτα του μακρινού παρελθόντος, ή σε ακροδεξιές δικτατορίες σε χώρες που δεν έχουν γνωρίσει το ίδιο επίπεδο ιστορικής ανάπτυξης. Έτσι η θεωρία περιορίζει αυστηρά την εφαρμοσιμότητα του όρου και αυξάνει την ευρετική του αξία, αντίθετα με πιο διαπολιτικές θεωρίες που βλέπουν το φασισμό ως βαθιά ριζωμένο στην ανθρώπινη φύση και μη περιορισμένο σε μια ειδική ιστορική κατάσταση. Ταυτόχρονα όμως πάει πέρα από τις θεωρίες ατόμων όπως ο Nolte, που βλέπει το φασισμό ως ένα φαινόμενο μοναδικό σε μια συγκεκριμένη εποχή, και επιμένει πως ο φασισμός είναι δομικά εγγενής μέσα στον προηγμένο φασισμό.

Οι ετερονομικές θεωρίες του φασισμού κινδυνεύουν να καταλήξουν αδρά σχηματικές, από το ένα άκρο με τη θεωρία πως ο φασισμός ήταν ένα αναπόφευκτο στάδιο μέσα από το οποίο θα περάσει ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, στην λιγότερο δογματική θέση πως ο φασισμός είναι ένα μόνιμος κίνδυνος σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία. Σε αυτές τις εκδοχές των ιστορικών συνθηκών που οδήγησαν στην άνοδο του φασισμού στην Ιταλία και τη Γερμανία, αλλά όχι στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πρακτικά σήμαντες. Μια συγκριτική ιστορική υλιστική θεωρία, όπως του Thalheimer, αποδέχεται πως ο φασισμός είναι έφυτος κίνδυνος στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη, αλλά γίνεται κίνδυνος και απειλή μόνο σε ορισμένες ειδικές ιστορικές περιστάσεις. Μια τέτοια προσέγγιση αποτελεί ανάθεμα για τους αχρειομαρξιστές που επιθυμούν να μειώσουν την ιστορική διαδικασία σε ένα κυριολεκτικό οικονομικό ντετερμινισμό. Όμως όπως τόνισε ο Engels, μια τέτοια άποψη είναι ακύρωση της διαλεκτικής θεωρίας που βρίσκεται μέσα στο πυρήνα του ιστορικού υλισμού, και αντί να εξετάζει την αμοιβαία αλληλεπίδραση μεταξύ διάφορων κοινωνικών παραγόντων μειώνει τα πάντα στο απλουστευτικό αίτιο και αποτέλεσμα. Μια τόσο άκαμπτη ντετερμινιστική θεωρία ήταν επίσης άχρηστη ως πολιτικό όπλο, επειδή άφηνε να εννοηθεί πως οι αντιφασιστικές δυνάμεις ήταν καταδικασμένες εξαρχής και δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να γίνει εκτός από το να προετοιμαστούμε για το χειρότερο. Στον ιστορικό υλισμό του Marx και του Engels αφήνεται ικανός χώρος για το άτομο να δημιουργήσει ιστορία, ακόμη και αν οι συνθήκες στις οποίες το κάνει μπορεί να μην είναι της δικής του επιλογής.

Η συγκριτική αυτή θεωρία συνδυάζει στοιχεία της ετερονομικής και αυτονομικής θεωρίας, που κανένα δεν είναι ικανοποιητικό από μόνο του. Έτσι ο Hitler για παράδειγμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατασκεύασμα των μονοπωλιακών καπιταλιστών ή ως ένας άνδρας δίχως δεσμούς που μάγεψε τη Γερμανία. Δεν ήταν ούτε απόλυτα τυχαίος ούτε και πλήρως προσχεδιασμένος. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες που η Γερμανία χρειάζονταν ένα δικτάτορα. Το ότι έτυχε να είναι ο Hitler ήταν σε γενικές γραμμές τυχαίο. Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εδώ. Ο Hitler πρόσφερε ένα πολιτικό πρόγραμμα που έμοιαζε να προσφέρει περισσότερα από τα προγράμματα όλων των αντιπάλων του – των Brüning, των Papen, των Schleicher και των Strasser, όλοι από τους οποίους προσπάθησαν να ταιριάξουν με το ρόλο που απαιτούσαν οι ιστορικές συνθήκες. Το έργο του ιστορικού υλισμού είναι να εξετάσει δίχως πάθος και επιστημονικά τις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες, και το τρόπο με τον οποίο αντικατοπτρίζονταν στα διάφορα προγράμματα, ιδεολογίες και πολιτικές πρακτικές της περιόδου. Μόνο μια συγκριτική θεωρία μπορεί να εξετάσει τη σχέση μεταξύ του ετερονομικού και του αυτονομικού, του καθορισμένου και του τυχαίου, της βάσης και της υπερδομής, και έτσι να καταλήξει σε μια θεωρία η οποία μπορεί να σταθεί στη δοκιμασία της εμπειρικής επαλήθευσης, και που μόνο αυτή είναι αρκετά προσαρμόσιμη για να μπορεί να λάβει υπόψιν τις αντιφάσεις και την πολλαπλότητα των παραγόντων μέσα στο φασισμό. Η περιπλοκότητα της δομής εξουσίας στα φασιστικά κράτη είναι τέτοια που μια μονόπλευρη θεωρία είναι καταδικασμένη αν είναι ανεπαρκής.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com