Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 03 Ιούλ 2023
Ο μύθος της «αριστείας» και η εναλλακτική του κοινωνικού ελέγχου
Κλίκ για μεγέθυνση

















03.07.2023, 11:15
 
 

Το διαβουλευτικό σεμινάριο με τίτλο «Λόμπινγκ Πολιτών και Αλλαγή Πολιτικής στην Ευρώπη» στο πλαίσιο του ομώνυμου Jean Monnet Module που συντόνισε η επίκουρος καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Φιλίππα Χατζησταύρου ανέδειξε κρίσιμες ερευνητικές θεματικές σε δρόμους γνωστικά προσοδοφόρους και ρηξικέλευθους. Η σημασία παρόμοιων δράσεων (πρόκειται για διάβημα που, εκτός από το σεμινάριο, περιλαμβάνει δωρεάν μεταπτυχιακά μαθήματα και εργαστήρια) επαυξάνεται στις μέρες μας, όταν δεν απειλείται μόνο ο δημόσιος χαρακτήρας του πανεπιστημίου (όπως, άλλωστε, και όλων των δημόσιων αγαθών), απειλείται και η ίδια η δυνατότητά μας να σκεπτόμαστε. 

Το ειδικό θέμα που τούτες οι γραμμές θίγουν, οι τρόποι με τους οποίους το σκεπτικό της ιδιωτικής κερδοφορίας ολοένα και περισσότερο αποικίζει όχι μόνο το δημόσιο χώρο αλλά και το μυαλό μας (με στόχο – ας μην έχουμε αμφιβολία– την απάλειψη και της έννοιας ακόμα του δημόσιου συμφέροντος), έχουν ως αποτέλεσμα τον ακατάσχετο πολλαπλασιασμό κοινότοπων κενολογιών. Ξενίζει –αλλά ίσως δεν πρέπει να εκπλήσσει– ότι πολλές από αυτές εκπορεύονται και από τον ακαδημαϊκό χώρο. Ισχυρίζομαι, μάλιστα, ότι σε μια προηγούμενη εποχή η πρόδηλη ανεπάρκεια αυτών των κατ’ όνομα «αναλύσεων» θα προκαλούσε σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα των εγγράμματων ανθρώπων (συμπεριλαμβανομένων των φιλελεύθερων και των συντηρητικών) αναστάτωση και αποτροπιασμό.

Έχει ως εκ τούτου νόημα να ξεκινήσω παραθέτοντας μια τέτοια γιγάντια πομφόλυγα που αλίευσα πρόσφατα σε ένα άρθρο, το οποίο παραθέτει την άποψη ενός καθηγητή προβεβλημένου βρετανικού πανεπιστημίου, ενός «φιλέλληνα» όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά. Ας την δούμε αυτολεξεί (και ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε το ύφος της εκφοράς της):

…[Η] πρωταρχική εστίαση θα πρέπει να είναι η ικανότητα στην διακυβέρνηση: ποιος είναι ικανότερος να θέσει σε εφαρμογή θεσμικές διαδικασίες που παρέχουν τις υπηρεσίες που χρειάζεται μια οικονομία του 21ου αιώνα; Η Ελλάδα πρέπει να κοιτάξει πέρα από τα άμεσα συναισθήματα, την υπερβολή και τον λαϊκισμό[!] (οι εμφάσεις δικές μου).

Ίσως όμως σκεφτείτε, σαν και καλό να ακούγεται, πού είναι το μεμπτό; Και αμέσως, χωρίς περιστροφές, θα συμφωνήσω μαζί σας διότι, σε πρώτο χρόνο, είναι όντως έτσι. Σε έναν δεύτερο χρόνο όμως θα αναιρέσω τη συμφωνία μου υποστηρίζοντας πως έχουμε μπροστά μας ένα καταχθόνιο στρατήγημα που συνίσταται –ακριβώς– στην περίτεχνη απόκρυψη αυτού του «μεμπτού». Δυο είναι οι φράσεις που το εμπεριέχουν: η πρώτη αφορά τις «θεσμικές διαδικασίες που παρέχουν τις υπηρεσίες που χρειάζεται μια οικονομία του 21ου αιώνα» –κάτι χαρακτηριστικά ασαφές που χρειάζεται, ως εκ τούτου, να επερωτηθεί. Τι άραγε υποδηλώνεται εδώ, ποιες είναι οι ακριβείς αναφορές;  

Η απάντησή μου εκκινεί από την επισήμανση- διαπίστωση πως έχουμε μπροστά μας ένα παράδειγμα του λογικού παραλογισμού που αποκαλείται «ψευδές ενθύμημα»: μορφής άμεσου επιχειρήματος στο οποίο μια προκείμενη του συλλογισμού παραλείπεται ως ευκόλως εννοούμενη ή αυτονόητη ενώ δεν είναι. Εν προκειμένω είναι η κρίση-προκείμενη ότι οι «θεσμικές διαδικασίες που…χρειάζεται μια οικονομία του 21ου  αιώνα», είναι εκείνες που απαιτούνται ώστε να διατηρηθούν και να αυξηθούν οι ιδιωτικές κερδοφορίες μιας ισχνής, ολοένα συρρικνούμενης, αλλά και αδηφάγας ολιγαρχίας, χωρίς σοβαρές επενδύσεις και πραγματική παραγωγή –μια κερδοφορία που προκύπτει μέσα από την ιδιοποίηση κοινωνικού πλούτου (λ.χ., νέα συμβόλαια-φιλέτα στην υγεία, την παιδεία και την εν γένει κοινή ωφέλεια– την καταλήστευση δηλαδή της κοινωνίας). Στο σκεπτικό της περίλαμπρης «ανάλυσης» που εξετάζουμε, αυτές είναι οι «υπηρεσίες που χρειάζεται μια οικονομία του 21ου αιώνα». 

Και για όποιον αντιστέκεται στο λογικό σφάλμα αναδεικνύοντας τον ψευδή χαρακτήρα του ενθυμήματος (το γεγονός, δηλαδή, ότι αυτές οι πρακτικές αύξησης της κερδοφορίας όχι μόνο δεν οδηγούν στα αποτελέσματα που «χρειάζεται μια οικονομία του 21ου αιώνα» αλλά, το ακριβώς αντίθετο, δημιουργούν ιστορικά ανεπανάληπτες ανισότητες, απέραντη φτώχεια και αλλεπάλληλες κρίσεις), ως απάντηση έρχεται η δεύτερη φράση του παραθέματος, ότι ο αντίλογος δεν είναι παρά «άμεσα συναισθήματα, υπερβολή και λαϊκισμός»!

Από αυτήν τη σύντομη νοητική διαδρομή προκύπτει όμως ένα πρώτο ζοφερό συμπέρασμα: πως όχι σπάνια –αν όχι κατά κανόνα– αυτό που συνήθως προβάλλεται ως «άριστο» είναι στην πραγματικότητα ένα ιδεολογικά υποβολιμαίο άσχετο. Από τα πάμπολλα τεκμήρια περί του λόγου το αληθές (που η ενσυνείδητη έρευνα καλείται πάραυτα να φέρει στο φως), ας στρέψουμε την προσοχή σε ένα μόνο πρόσφατο –κατά τη γνώμη μου άκρως αποκαλυπτικό– περιστατικό που πέρασε εντελώς στα ψιλά, αν του έγινε καν κάποια έστω στοιχειώδης αναφορά. Αφορά έναν πράγματι άριστο συνάνθρωπό μας, τον Ντέιβιντ Λόκριτζ (David Lochridge), τον μηχανικό υποβρυχίων που, όντας υπεύθυνος ασφαλείας της OceanGate (της εταιρείας που οργάνωνε τα ταξίδια στο βυθό και παρόμοιες δραστηριότητες για τις οποίας μάθαμε τελευταία) είχε, από τον Ιανουάριο του 2018, προειδοποιήσει τους «άριστους» προϊσταμένους του για τις εγκληματικά επικίνδυνες ατέλειες του οχήματος που οδήγησε πριν λίγες μέρες τους πολυεκατομμυριούχους στο θάνατο.

Έκαναν μήπως κάτι οι προϊστάμενοι αυτοί; Και βέβαια έκαναν! Όχι όμως αυτό που ο κάθε εχέφρων άνθρωπος θα περίμενε (να αντιμετωπίσουν τις διαπιστωθείσες ατέλειες), αλλά το ακριβώς αντίθετο: απέλυσαν τον Λόκριτζ (γράφτηκε μάλιστα χαρακτηριστικά ότι του έδωσαν μόνο 10’ για να μαζέψει τα χαρτιά του και να εγκαταλείψει τις εγκαταστάσεις της εταιρείας), και τον μήνυσαν επειδή είχε κοινοποιήσει το εύρημά του στη δημόσια επιτροπή Εργασιακής Υγιεινής και Ασφάλειας των ΗΠΑ (την Occupational Health and Safety Administration), καταγγέλλοντας ότι το όχημα που οδήγησε τους πολυεκατομμυριούχους στο θάνατο αφενός είχε ελεγχθεί μόνο για καταδύσεις σε βάθος 1300 μέτρων, ενώ το υποβρύχιο επιχειρούσε σε βάθος 4,000 (το βάθος δηλαδή του Τιτανικού), και αφετέρου ήταν κατασκευασμένο με ανεπαρκούς ποιότητας –substandard– υλικά.

Όμως και η καταγγελία έπεσε στο κενό διότι ούτε η ως άνω επιτροπή έκανε αυτό που κάθε εχέφρων άνθρωπος θα περίμενε (να διατάξει διοικητικό έλεγχο απαγορεύοντας εντωμεταξύ οποιαδήποτε χρήση του επίμαχου οχήματος). Αντιθέτως, έκλεισε και αυτή τα αυτιά της «στα συναισθήματα, στην υπερβολή και στο λαϊκισμό», ακριβώς όπως θα πρότεινε η περισπούδαστη «ανάλυση» που μόλις εξετάζαμε.
Και πρέπει για μια στιγμή να κάνουμε παύση και να το αναλογιστούμε: αν αυτή είναι η τύχη που το σύστημα της «αριστείας» επιφυλάσσει στους πολυεκατομμυριούχους (ελέω των οποίων υπάρχει), φανταστείτε την τύχη που έχουμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι που χρειαζόμαστε τα δημόσια αγαθά: λ.χ., τις υπηρεσίες ενός νοσοκομείου. 

Με την υπάρχουσα λογική εποικισμού του δημόσιου από το ιδιωτικό θα κληθούμε –καλούμαστε ήδη– να αντιμετωπίσουμε σκεπτικά σαν κι αυτό που διατύπωσε ο περίλαμπρος καθηγητής: ανθρώπους που καθημερινά επικαλούνται «αυτό που χρειάζεται μια οικονομία στον 21ο αιώνα» για να προωθήσουν περικοπές, υπεργολαβίες, και εν γένει ανεπάρκειες –ώστε να στραφούμε μαζικά –όσοι έχουν τη δυνατότητα– στον ιδιωτικό τομέα. Μπορεί βέβαια αυτό να μας κοστίσει ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, θα είναι όμως μια πρακτική που χωρίς «άμεσα συναισθήματα, υπερβολές και λαϊκισμό» θα οδηγήσει στην ανάπτυξη! Αυτή η νοητικά οκνηρή και γνωστικά διάτρητη πομφόλυγα (μια ξαναζεσταμένη εκδοχή των trickle-down economics) είναι ο περισπούδαστος κώδικας της «αριστείας», το ιδεολογικό μάντρα της εποχής.

Ας υποθέσουμε όμως ότι έχουμε αντιληφθεί το ψεύδος της ιδεολογίας –κάτι, βέβαια, που στην περιρρέουσα μιντιακή ατμόσφαιρα δεν είναι διόλου εύκολο. Αν όμως συμβεί, αν όντως καταφέρουμε και αποκαλύψουμε πως ούτε η ιδιωτική κερδοφορία οδηγεί σε μιαν εύρωστη οικονομία, ούτε και ότι οι «άριστοι» είναι πραγματικά άριστοι (η περίπτωση Λόκριτζ καταδεικνύει μάλιστα και τις συστημικές δικλείδες ασφαλείας ώστε οι «άριστοι» πάντα να κατατροπώνουν τους πραγματικά άριστους), τότε θα βρούμε μπροστά μας τη δεύτερη γραμμή ιδεολογικής άμυνας, που είναι κι αυτή ιδιαίτερα υποχθόνια.  

Συνίσταται, πολύ απλά, στην άποψη ότι ο επικεφαλής ενός δημόσιου οργανισμού (λ.χ., ο διοικητής ενός νοσοκομείου) που θα διοριστεί μετά από διαδρομή στον ιδιωτικό τομέα και ένα βιογραφικό που το πιστοποιεί, «ξέρει καλύτερα», ότι είναι ικανός κ.λπ. Ο αντίλογος υπάρχει ήδη σε ό,τι έχουμε ήδη δει, όμως πρέπει ρητά να διατυπωθεί και να επεξηγηθεί. 

Όχι λοιπόν! Ο «ιδιώτης διευθυντής» δεν «ξέρει καλύτερα» μόνο και μόνο επειδή έχει διαδρομή στον ιδιωτικό τομέα: η δι’ αυτού τεκμαιρόμενη «αριστεία» δεν είναι αυτόχρημα και αριστεία. Διότι αν είναι όντως άριστος και επιχειρήσει να διατρέξει μιαν αντίστοιχη πορεία (όπως έπραξε ο Ντέιβιντ Λόκριτζ) τότε μάλλον –σχεδόν σίγουρα– θα περιπέσει σε δυσμένεια και θα του ασκηθούν σύντονες πιέσεις ώστε πάραυτα να συμμορφωθεί προς αυτά «που χρειάζεται μια οικονομία στον 21ο  αιώνα». Αν αρνηθεί όπως ο Ντέιβιντ Λόκριτζ, τότε μάλλον θα πάθει ό,τι έπαθε και εκείνος.

Επιτρέψτε μου όμως να συνοψίσω ό,τι έχω ως τώρα πει σε απλές κρίσεις όπως λέμε στην κλασική Λογική: 

  • ο εποικισμός του δημόσιου χώρου από ιδιωτικά συμφέροντα δεν έρχεται για το καλό της κοινωνίας, έρχεται για την αναπαραγωγή μιας αντιπαραγωγικής κυριαρχίας. 
  • Χωρίς την παραμικρή έκπληξη, αυτό οδηγεί στην προβεβλημένη ανάδυση ασήμαντων υπαλλήλων που είναι υψηλόμισθοι όχι επειδή είναι άριστοι (και «ξέρουν καλύτερα»), αλλά επειδή είναι πειθήνια όργανα ενός γιγάντιου εγχειρήματος κερδοσκοπικής ιδιοποίησης των κοινωνικών αγαθών (είναι δηλαδή «άριστοι» σε εισαγωγικά).

Δε θέλω να μακρηγορήσω, όμως δεν είναι δυνατόν παρά να αναφερθώ και σε ένα τελευταίο επιχείρημα που επίσης ευρέως χρησιμοποιείται: ότι οι νέοι –ιδιωτικά υποτακτικοί– αξιωματούχοι υπερέχουν των κρατικά υποτακτικών αξιωματούχων που έρχονται να αντικαταστήσουν. Το επιχείρημα είναι τόσο διαδεδομένο διότι δεν είναι διόλου αμελητέο: διότι κάποιος μπορεί να ασκεί σφοδρή κριτική στους ιδιώτες γραφειοκράτες, όμως πάντα τίθεται το ερώτημα: ναι, αλλά μήπως είναι καλύτεροι οι κρατικοί γραφειοκράτες; Και η απάντηση πρέπει να είναι και πάλι ρητή και να είναι διττή:

Πρέπει εν πρώτοις να είναι σαφώς αρνητική: όχι, οι κρατικοί γραφειοκράτες δεν είναι σε καμία περίπτωση καλύτεροι από τους ιδιωτικούς. Σε τελική ανάλυση είναι, με διαφορετικό τρόπο, «μια από τα ίδια»: είναι και αυτοί ιδιοτελείς και, όχι σπάνια, οκνηροί ή και ανίκανοι, που έχουν πάρει τις θέσεις τους στα ΔΣ των διάφορων οργανισμών κυρίως επειδή αποκτούν διασυνδέσεις κολακεύοντας τις γραφειοκρατίες των συστημικών κομμάτων, του καρτέλ δηλαδή των κομμάτων (αλλιώς των κομμάτων του κράτους). Και αν αναρωτηθείτε τι ακριβώς κάνουν αυτά τα κόμματα, η απάντηση (που εμπρόθετα και συστηματικά συγκαλύπτεται) είναι ότι με τις δράσεις ή τις απουσίες τους είτε προστατεύουν ιδιωτικά συμφέροντα (θυμηθείτε τη συμπεριφορά της αμερικάνικης επιτροπής Υγιεινής και Ασφάλειας στις καταγγελίες Λόκριτζ) είτε επιβλέπουν την καταβαράθρωση του δημόσιου χώρου προκειμένου απρόσκοπτα να ιδιωτικοποιηθεί. Αν θέλαμε να συνοψίσουμε το συμπέρασμα-αίτημα σε μια φράση, αυτή θα ήταν ούτε άσχετοι ιδιώτες, ούτε άσχετοι γραφειοκράτες!
Τότε όμως τι μένει;

Μένει αυτό που είναι η πραγματική εναλλακτική: η διαχείριση των δημόσιων αγαθών από μη άσχετους –που δεν είναι άλλοι από τους εργαζόμενους. Και μια και αναφέρθηκα στην Υγεία, επιτρέψτε μου να δώσω ένα σύντομο παράδειγμα-παράθεμα από ένα πρόσφατο βιβλίο μου το Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά: η πρόκληση της μεθόδου (Αθήνα: Τόπος, σσ. 348-349). Υποστήριζα εκεί πως στις μέρες μας 
οι διοικήσεις των νοσοκομείων…στελεχώνονται από υψηλόμισθα στελέχη που, όχι σπάνια, δεν έχουν καμιάν ιδιαίτερη σχέση με τον τομέα της Υγείας. Τι πιο φυσικό και λειτουργικό από τη θεσμοθέτηση εκλογής αυτών των διοικήσεων από τη γενική συνέλευση του υγειονομικού προσωπικού και των υπόλοιπων εργαζόμενων καθώς και εκπροσώπων από τις τοπικές κοινωνίες, άλλα νοσοκομεία κ.λπ. 

Υποστηρίζω λοιπόν πως εκεί βρίσκεται η λύση. Διότι μόνο οι εκλεγμένοι εργαζόμενοι ενός χώρου (που θα υπόκεινται βέβαια σε λογοδοσία) έχουν την απαραίτητη τεχνογνωσία (συμπεριλαμβανομένης και της διοικητικής τεχνογνωσίας), μόνο αυτοί μπορούν να είναι πραγματικά άριστοι (και όχι είτε κερδοσκόποι είτε καιροσκόποι «άριστοι»).

Είναι φανερό πως διανύουμε μια δύσκολη περίοδο –μια περίοδο ενδοσκόπησης, αναζήτησης και έντονου προβληματισμού. Σε κάθε περίπτωση είναι μια περίοδος κρίσιμη, όχι διότι ό,τι σήμερα φαντάζει πανίσχυρο θα παγιωθεί (οι εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματος είναι τόσο έντονες που κάτι τέτοιο είναι παντελώς αδύνατο), αλλά διότι οι αντιστάσεις που αναπόφευκτα θα υπάρξουν πρέπει να τελεσφορήσουν. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να έχουν κατανοήσει σε βάθος τόσο την απίστευτη απάτη που σήμερα συγκαλύπτεται από το σύνδρομο της πλασματικής «αριστείας», όσο και την εναλλακτική που μόλις ανέφερα.

Η εύρυθμη λειτουργία του δημόσιου χώρου πρέπει –επιτέλους– να θέσει το δημόσιο συμφέρον στο επίκεντρο. Όχι όμως με όρους που το ευτελίζουν όπως γίνεται με τις κομματικά διορισμένες γραφειοκρατίες των δημόσιων οργανισμών, οι οποίες με τις δράσεις ή τις αδράνειές τους  προλειαίνουν το έδαφος για την ιδιωτικοποίηση, ούτε βέβαια με την ίδια τη λογική της ιδιωτικοποίησης που –ό,τι και να διατείνεται περί του αντιθέτου– θεωρεί το δημόσιο συμφέρον παρεμπίπτον κόστος που οφείλει να ενθυλακωθεί (να «προσαρμοστεί») στις επιταγές της αρπακτικής κερδοφορίας.

Ήδη το ανέφερα –και με αυτό θέλω να κλείσω– πως, για να είναι αποτελεσματική, η αντίσταση πρέπει να πάει το ζήτημα βαθύτερα: πέρα και ενάντια στη λογική τόσο του κεφαλαίου όσο και της κρατικής γραφειοκρατίας, υπέρ του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου. Πρόκειται για οπτική που, παρότι πολιτικά και πρακτικά αναδύθηκε ήδη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, εναπόκειται σε εμάς να την ανασυστήσουμε, καθιστώντας την όχι μόνο σημασιολογικά σαφή αλλά και επιχειρησιακά ευκρινή για τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες που έρχονται.

* Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)

 Το κείμενο βασίζεται σε εισήγηση –στη θεματική «Περιστρεφόμενες πόρτες, ιδιωτικο-δημόσιος χώρος και δημόσιο συμφέρον»– που έγινε στην Αθήνα (Χώρος Ασπάλαθος), στις 30 Ιουνίου 2023, στο πλαίσιο του διαβουλευτικού σεμιναρίου «Λόμπινγκ Πολιτών και Αλλαγή Πολιτικής στην Ευρώπη».

πηγή:  https://www.efsyn.gr

 
Copyright © 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου