Άρθρο για το Rosa Luxemburg Stiftung. Ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου διδάσκει κοινωνιολογία στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιου, είναι ερευνητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι μέλος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.


Δημοσιεύθηκε την 9 Ιουλίου, 2023
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας 

 

Εισαγωγή

Με μια πρώτη ματιά, μοιάζει κάπως παράδοξο – αν όχι αμφισβητήσιμο – το να συζητάμε για την ή ακόμη και να αφήνουμε να εννοηθεί η ύπαρξη πιθανών δεσμών μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας (ΟΕΕ) και του απολυταρχισμού. Ωστόσο, ο βασικός στόχος αυτού του άρθρου είναι να δείξει εν συντομία τις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με απολυταρχικά καθεστώτα σε ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας, όπως και τις σχέσεις της  με την άκρα δεξιά στις πιο πρόσφατες εποχές, ένα πεδίο μελέτης  που δεν εύκολο στην προσέγγιση. Υπάρχουν πτυχές αυτού του θέματος που θα μπορούσαν να συζητηθούν με πιο αναλυτικό τρόπο, αλλά καθώς ο χώρος μας είναι περιορισμένος αποφασίσαμε να εστιάσουμε στις πιο σημαντικές και πιο γνωστές λεπτομέρειες αυτού του σπουδαίου ζητήματος. Επιπλέον, ο βασικός στόχος αυτού του άρθρου είναι να προσφέρει μια πρώτη επισκόπηση αυτού του αμφιλεγόμενου ζητήματος και, υπό αυτή την έννοια, είναι πρώτιστα περιγραφικό και αποφεύγει τις θεωρητικές αναλύσεις και εξηγήσεις όπως και δύσκολες ακαδημαϊκές έννοιες.

Πρωτού προχωρήσουμε στην ανάλυση, είναι σημαντικό να περιγράψουμε περιληπτικά το ρόλο και τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας υπήρξε, και σε κάποιο βαθμό παραμένει, πανίσχυρος θεσμός που ιστορικά επηρέασε την ελληνική κοινωνία και τη πολιτική υπό πολλές έννοιες. Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους το 19ο αιώνα, η Ορθόδοξη Εκκλησία έγινε εθνική εκκλησία (1833) και μεταμορφώθηκε στον ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, αναπαράγοντας την εθνική ιδεολογία. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η ΟΕΕ είναι ουσιαστικά κρατική εκκλησία, καθιερωμένη από το υπάρχον νομικό πλαίσιο που ορίζει τις σχέσεις μεταξύ των δυο θεσμών και τη νομική υπόσταση της εκκλησίας. Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος, «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Aνατολικής Oρθόδοξης Εκκλησίας του Xριστού», ενώ το Σύνταγμα ξεκινά με το προοίμιο «Εις το όνομα της Aγίας και Oμοουσίου και Aδιαιρέτου Τριάδος». Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί πως το δεύτερο άρθρο του πρώτου κεφαλαίου του νόμου σχετικά με τη λειτουργία της ΟΕΕ και των σχέσεων της με το κράτος (590/1977) αναφέρει «Η Εκκλησία της Ελλάδας συνεργάζεται με το κράτος σε θέματα κοινού συμφέροντος, για παράδειγμα, η χριστιανική εκπαίδευση της νεολαίας· η θρησκευτική υπηρεσία του στρατού· η υπεράσπιση του θεσμού του γάμου και της οικογένειας· … η προστασία των ιερών κειμηλίων και εκκλησιαστικών και χριστιανικών μνημείων· η καθιέρωση νέων θρησκευτικών εορτών· και ζητά τη προστασία του κράτους όποτε προσβάλλεται η θρησκεία μας».  Αυτού του είδους η πρόβλεψη δείχνει επίσης τη στενή και προνομιακή σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το κράτος. Οι σχέσεις αυτές έγιναν στενότερες και πιο φανερές υπό δεξιές, συντηρητικές κυβερνήσεις, αλλά και επίσης κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας απολυταρχικών καθεστώτων όπως οι τρεις δικτατορίες του 20ου αιώνα.

Απολυταρχικά Καθεστώτα και Αντικομουνισμός

Στη διάρκεια της δικτατορία του Μεταξά (1936-41), οι σχέσεις μεταξύ του κράτους και της εκκλησίας ήταν συνεργατικές παρά τη παρέμβαση του καθεστώτος στην εκλογή του νέου αρχιεπισκόπου Αθηνών (που είναι επικεφαλής της εκκλησίας) το 1938. Σύμφωνα με τα ημερολόγια του ο Μεταξάς δεν ήθελε να ασκήσει απολυταρχικό έλεγχο στην εκκλησία, αλλά μόνο «γενική επίβλεψη» με παρόμοιο τρόπο με τους άλλους κρατικούς θεσμούς. Σύμφωνα με το Μεταξά, η εκκλησία είχε πέσει σε μια κατάσταση παρακμής τα προηγούμενα χρόνια και ήταν η πρόθεσή του καθεστώτος του να την προστατέψει και να την ενδυναμώσει. Η προστασία αυτή, ωστόσο, θα λάμβανε χώρα υπό την «ιδεολογική ομπρέλα» του έθνους και της αποκαλούμενης ιδεολογίας του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού. Η ΟΕΕ, από τη πλευρά της, αγκάλιασε τη δικτατορία αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας, υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητα του καθεστώτος σχετικά με την υποτιθέμενη κομμουνιστική απειλή. Στο δεύτερο χρόνο του η εκκλησία χαρακτήρισε το καθεστώς «ευλογία για την Ελλάδα», ενώ εισήγαγε, οργάνωσε και πραγματοποίησε ετήσια θρησκευτική τελετή με τη παρουσία του αρχιεπισκόπου για να τιμήσει το καθεστώς και τον Μεταξά προσωπικά, και κυκλοφόρησε εγκυκλίους για το σκοπό αυτό στις επισκοπές σε όλη τη χώρα.

Ήδη από την αρχή του 20ου αιώνα και στη διάρκεια του μεσοπολέμου η ΟΕΕ στράφηκε εναντίον των κομμουνιστικών, σοσιαλιστικών και αριστερών απόψεων και ιδεών. Ήταν στη διάρκεια  αυτής της ίδιας της περιόδου που η εκκλησία έγινε πιο σημαντική για το κράτος ως μηχανισμός εναντίον του κομμουνισμού και στην αναπαραγωγή της ήδη καθιερωμένης ιδεολογίας του Ελληνοχριστιανισμού ή Ελληνοορθοδοξίας, η ιδεολογία συνδύαζε την αρχαία Ελλάδα, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τη σύγχρονη Ελλάδα, υποστηρίζοντας πως το ελληνικό έθνος ήταν μοναδικό, ευλογημένο από το Θεό, χαρακτηριζόμενο από ιστορική, πολιτισμική και βιολογική συνέχεια, και πως ένας πραγματικός Έλληνας πρέπει να είναι Ορθόδοξος – εννοώντας πως θρησκεία και το έθνος ήταν αδιάσπαστα και πως η πραγματική ελληνική ταυτότητα αποτελούνταν απαραίτητα και από τα δυο αυτά στοιχεία. Η διάδοση των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών απόψεων και ιδεών στην ελληνική κοινωνία προκάλεσε την αντίδραση και του καθεστώτος Μεταξά και της εκκλησίας. Ο Μεταξάς επέβαλε τη δικτατορική του διακυβέρνηση, υποστηρίζοντας πως η Ελλάδα αντιμετώπιζε μια εμφανή κομμουνιστική απειλή και πέρασε αντικομουνιστική νομοθεσία  σύμφωνα με την οποία ο κομμουνισμός ανακηρύχθηκε σε «εθνικό εχθρό» και όλοι οι κομουνιστές θα εξορίζονταν. Ο λόγος της εκκλησίας στη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν κυρίως αντικομουνιστικός και ακολούθησε το καθεστώς σε κάποιες πρακτικές, ξεκινώντας, για παράδειγμα, ένα «πιστοποιητικό κοινωνικών και ιδεολογικών πεποιθήσεων» για τους υποψήφιους για ιεροσύνη, δηλώνοντας ανοιχτά πως η σύγκρουση με το κομουνισμό ήταν το μεγάλο επίτευγμα του καθεστώτος.

 

Το δεύτερο απολυταρχικό καθεστώς ήταν η στρατιωτική δικτατορία του 1967-74. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, η δικτατορία έκανε δυο φορές παρέμβαση στην οργάνωση της εκκλησίας για να τοποθετήσει νέους αρχιεπισκόπους στην Αθήνα. Η πρώτη έγινε έξι μέρες από το πραξικόπημα με την επιλογή του Ιερώνυμου, και η δεύτερη περίπου ένα χρόνο πριν την πτώση του καθεστώτος με την τοποθέτηση του Σεραφείμ, που παρέμεινε στη θέση αυτή μετά τη πτώση της δικτατορίας, και έγινε ο μακροβιότερος στη θέση αυτή σε όλη την ιστορία της εκκλησίας (1973-98). Θα πρέπει να σημειωθεί πως παρά και τα δυο περιστατικά ήταν άμεσες και επιθετικές παρεμβάσεις στη διοίκηση της, δεν καταγράφηκε καμιά έντονη, συλλογική αντίδραση από πλευράς εκκλησίας, με εξαίρεση κάποια μεμονωμένα μέλη της εκκλησίας και, φυσικά, τον εκθρονισμένο αρχιεπίσκοπο, Ιερώνυμο, στη δεύτερη περίπτωση.

Πέρα από αυτές τις παρεμβάσεις, οι σχέσεις των δυο θεσμών στη διάρκεια αυτής της περιόδου μπορούν να περιγραφούν ως πολύ στενές, συνεργατικές και ομαλές, με την εκκλησία να επιτυγχάνει μερικούς από τους βασικούς της σκοπούς.. για παράδειγμα στη διάρκεια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών η εκκλησία κατόρθωσε να αποκτήσει νέο καταστατικό, βασισμένο στις προτάσεις και τις υποδείξεις της, και κέρδισε πολλά νέα προνόμια, το σημαντικότερο των οποίων ήταν η εξίσωση των μισθών του κλήρου με των δημόσιων υπαλλήλων. Για τα δύο αυτά γεγονότα, η εκκλησία χαιρέτιζε τον δικτάτορα και το καθεστώς σε δημόσια κείμενα, εγκυκλίους και ομιλίες και οργάνωσε επίσημες τελετές για να τους τιμήσει. Οι καλές σχέσεις φάνηκαν με την ανησυχία της εκκλησίας για τη ζωή του δικτάτορα μετά την απόπειρα εκτέλεσης του από τον Αλέξανδρο Παναγούλη το 1968, όταν η εκκλησία , μέσω άμεσης εγκυκλίου, ζήτησε από όλους τους επισκόπους να προσφέρουν μια ειδική δοξολογία για χάρη του στις τοπικές εκκλησίες.

Η προαναφερθείσα ιδεολογική συμμαχία όσον αφορά τη σύγκρουση με το κομουνισμό και την αναπαραγωγή της Ελληνο-Ορθοδοξίας συνεχίστηκε και στην διάρκεια της δικτατορίας του 1967-74, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, για παράδειγμα, συμμετείχε σε κάποιες επετειακές τελετές, οργανωμένες από τη χούντα, που τιμούσαν την ήττα των κομουνιστών κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1946-49. Ο επίσκοπος της Καστοριάς , Δωρόθεος, στη διάρκεια της συμμετοχής του στη τελετή για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, εξύμνησε το στρατό για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας και για την διάσωση της Ελλάδας από το κομουνισμό, ενώ ο επίσκοπος Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, Αλέξανδρος στη βόρεια Ελλάδα σε δημόσιο κείμενο έλεγε πως ο στρατός απελευθέρωσε τη χώρα από το μίασμα του αθεϊστικού και ανατρεπτικού κομουνισμού. Επιπλέον, στη διάρκεια της δικτατορίας πολλοί ιερείς τιμωρήθηκαν από την Ιερά Σύνοδο για παραπτώματα όπως αριστερισμός, αντεθνική συμπεριφορά και προσχώρηση σε κομουνιστικές θέσεις.

 

Γενικά, ένας μεγάλος αριθμός επισκόπων εξέφρασε θετικές και υποστηρικτικές απόψεις για τη δικτατορία, ενώ μετά τη πτώση της οι περισσότεροι προσπάθησαν να παρουσιαστούν ως μέλη της αντίστασης προς το καθεστώς. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η εκκλησία ήταν ουσιαστικά ο μόνος θεσμός που συνέχισε να λειτουργεί δίχως να εκδημοκρατιστεί και να εκκαθαριστεί από τα υποστηρικτικά προς τη δικτατορία στοιχεία της. Πέρα από τον αρχιεπίσκοπο σεραφείμ, υπήρχαν και άλλοι επίσκοποι που είχαν το αξίωμα στη διάρκεια της χούντας και συνέχισαν να παίζουν σημαντικό ρόλο μετά το 1974. Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (1998-2008) ήταν ο αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου υπό τη δικτατορία, και όταν, στη διάρκεια της θητείας του ως αρχιεπίσκοπος, αυτό το γεγονός βγήκε στην επιφάνεια, η απάντηση του ήταν πως δεν είχε γνώση οποιουδήποτε βασανιστηρίου υπό το καθεστώς και πως δεν εμπλέκονταν στα πολιτικά ζητήματα της εποχής. Επιπλέον ο πρόσφατα παραιτηθείς επίσκοπος Καλαβρύτων, Αμβρόσιος, ήταν ιερέας στην θρησκευτική υπηρεσία της ελληνικής χωροφυλακής, γεγονός που δεν τον εμπόδισε από το να εκλεγεί στη θέση του 1978.

Οι σχέσεις μεταξύ του κράτους και της εκκλησίας στη διάρκεια των δικτατοριών του 20ου αιώνα μπορούν να χαρακτηριστούν ως σχέσεις συνεργασίας και αμοιβαίου κέρδους. Δευτερεύουσες διαμάχες και διαφωνίες δεν ήταν ιδιαίτερης σημασίας και δεν διατάραξαν τη συνεργασία τους. Η εκκλησία, και κυρίως η ιεραρχία , αναπαρήγαγε το κοινωνιο-πολιτικό και οικονομικό στάτους κβο με διπλό στόχο: από την μια να ενισχύσει τη θέση της εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία και από την άλλη η συντηρητικοποίηση και  ηθικοποίηση της κοινωνίας και του έθνους πάνω σε θρησκευτική βάση, με το κομουνισμό και το σοσιαλισμό να θεωρούνται οι βασικοί «εχθροί». Τα καθεστώτα σεβάστηκαν και προστάτευσαν την εκκλησία ως σύμμαχο τους, και η εκκλησία, πέρα από κάποια από τα μέλη της, κυρίως μεταξύ των κατώτερων επιπέδων του κλήρου, δεν αντέδρασαν εναντίον αυτών των απολυταρχικών καθεστώτων ανεξάρτητα από τη σκληρότητα που άσκησαν εναντίον του λαού, για όσο τα προνόμια της εκκλησίας δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ακροδεξιά

Οι σχέσεις της ΟΕΕ με την ακροδεξιά στην Ελλάδα είναι ένα ακόμη ενδιαφέρον κεφάλαιο που προσφέρει πλούσιο υλικό για ανάλυση. Το κρίσιμο γεγονός για την επιστροφή της εκκλησίας στο ακροδεξιό πεδίο μετά τη πτώση της χούντας το 1974 ήταν η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η άσκηση αυτοπροσδιορισμού από την πλευρά της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (FYROM) και η διεκδίκηση του ονόματος «Μακεδονία». Ήταν στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας που η εκκλησία που εκφράστηκε μέσα από μαζικές διαδηλώσεις πάνω στο ζήτημα αυτό (1992). Πολλά χρόνια αργότερα, το 2018, όταν έγινε μια ακόμη προσπάθεια να βρεθεί λύση στο μακεδονικό ζήτημα, η εκκλησία έπαιξε τον ίδιο κεντρικό εθνικιστικό ρόλο, ξεσηκώνοντας το κοινό εναντίον της συμφωνίας των δύο χωρών, που υπογράφηκε στις Πρέσπες το καλοκαίρι του 2018. Η εκκλησία ξανά οργάνωσε μαζικές συγκεντρώσεις με τη συμμετοχή πολλών ανώτερων και κατώτερων κληρικών αλλά και μοναχών, αντιδρώντας ζωηρά ενάντια στη συνθήκη με κάποιους από αυτούς να την θεωρούν προδοσία και έγκλημα εναντίον του ελληνικού λαού, ενώ κατάγγελλαν το πρωθυπουργό και τους βουλευτές που τη στήριξαν και τη ψήφισαν ως προδότες.

 

Μια από τις βασικές μορφές της ακροδεξιάς ήταν ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (1998-2008). Όπως ήδη έχει αναφερθεί, στη διάρκεια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, ο Χριστόδουλος ήταν ο γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, και έγινε επίσκοπος μερικές μέρες μόλις πριν την πτώση του καθεστώτος. Ωστόσο οι σχέσεις του με τους ακροδεξιούς κύκλους δεν σταμάτησαν εκεί. Πριν την εκλογή του ως αρχιεπίσκοπος, έγραφε άρθρα για μια ακροδεξιά εφημερίδα, τον Ελεύθερο Κόσμο, και είχε στενές σχέσεις με τη φιλοχουντική εφημερίδα, Στόχος.  Ένα χρόνο πριν την εκλογή του, ο Χριστόδουλος και ακόμη 45 επίσκοποι πήραν μέρος σε ένα συνέδριο που οργανώθηκε από το Στόχο, όπου ολοκλήρωσε την ομιλία του  λέγοντας πως «αντίσταση σε κάθε τι κακό, σε κάθε τι δεν είναι χριστιανικό, ορθόδοξο, ελληνικό, είναι απαραίτητη», ενώ συνεχάρη τον εκδότη της εφημερίδας για τη πρωτοβουλία του.

Με βάση όλα τα παραπάνω, δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη πως εκκλησιαστικές φιγούρες έχουν υποστηρίξει ακροδεξιά η λαϊκίστικα δεξιά κόμματα όπως ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός (ΛΑΟΣ), οι Ανεξάρτητοι Έλληνες (ΑΝΕΛ) ή η Ελληνική Λύση. Ωστόσο οι σχέσεις ανώτερων και κατώτερων μελών του κλήρου με το νεοναζιστικό κόμμα Χρυσή Αυγή (ΧΑ) ήταν μια αναπάντεχη εξέλιξη. Για όσους γνωρίζουν το νεοναζιστικό χώρο, η ΧΑ δεν ήταν ποτέ οργάνωση με ορθόδοξο υπόβαθρο και πίστη. Μια σειρά από παλιότερα κείμενα τους δείχνουν πως ήταν πιο κοντά στην αρχαία ελληνική θρησκεία, και σε κάποιες περιπτώσεις με τη παγανιστική λατρεία, από ότι στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Φυσικά, μετά την είσοδο της ΧΑ στη πολιτική σκηνή, και ξεκάθαρα για εκλογικούς λόγους, το παρελθόν αυτό παραμερίστηκε. Μέσω δημόσιων δηλώσεων και κειμένων στην ιστοσελίδα του κόμματος, επεδίωξε να εμφανιστεί ως ο βασικός προστάτης  της ΟΕΕ και της ορθόδοξης παράδοσης. Η πρώτη και πιο σημαντική δημόσια απόπειρα  αυτού του είδους  έλαβε χώρα το φθινόπωρο του 2012, η ΧΑ ανέλαβε πρωτοβουλίες με κύκλους μέσα και γύρω από την εκκλησία στις διαμαρτυρίες και βίαια επεισόδια έξω από το θέατρο Χυτήριο, που προκλήθηκαν από το έργο Corpus Christi του Terrence McNally, που κατηγορήθηκε για βλασφημία. Οι παραστάσεις τελικά ακυρώθηκαν εξαιτίας των διαρκών διαμαρτυριών, αλλά και εξαιτίας των απειλών εναντίον των μελών του καστ του έργου. Στο συγκεκριμένο περιστατικό, ο επίσκοπος Πειραιώς, Σεραφείμ, μαζί με τέσσερις βουλευτές της ΧΑ, υπέβαλλαν από κοινού μήνυση εναντίον του έργου. Ο ίδιος ο επίσκοπος είπε πως υπέβαλε την μήνυση από μόνος του και πως όταν το έμαθαν οι βουλευτές της ΧΑ ήρθαν για να προσφέρουν τη στήριξη τους. Τελείωσε λέγοντας πως οι φασίστες είναι εκείνοι που είναι εχθρικοί προς τις πράξεις  που στόχευαν στην εφαρμογή των νόμων του κράτους – δηλαδή, την απαγόρευση της βλασφημίας – και ως εκ τούτου όχι τα μέλη της ΧΑ. Πριν τον Απρίλιο του 2013ο ίδιος επίσκοπος δεν μίλησε ποτέ εναντίον της ΧΑ ή καταδίκασε τη ρητορική μίσους της, τις ρατσιστικές πρακτικές της και βίαιες επιθέσεις εναντίον μεταναστών. Τότε, μετά από μια συνέντευξη στην οποία ορισμένοι βουλευτές της ΧΑ αναφέρθηκαν στις θρησκευτικές πεποιθήσεις, αφήνοντας να εννοηθεί μια συμπάθεια προς την αρχαία ελληνική θρησκεία, ο Σεραφείμ για πρώτη φορά απεύθυνε κάποια ανοιχτά ερωτήματα στους βουλευτές της ΧΑ σχετικά με τα θρησκευτικά τους πιστεύω. Ο επίσκοπος στη συνέχεια αντέδρασε πιο επιθετικά, κατηγορώντας το κόμμα πως ακολουθούσε μια παγανιστική λατρεία, ακόμη και σατανισμό. Ωστόσο, παραμένει το γεγονός πως για περισσότερο από ένα χρόνο ο επίσκοπος δεν αντέδρασε στην ισχυρή παρουσία της ΧΑ στην ελληνική κοινωνία και στο κοινοβούλιο. Στη πράξη, είχε αποφύγει επιμελώς να την καταδικάσει.

 

Υπάρχουν και άλλοι επίσκοποι που στήριξαν την ΧΑ, ένας από αυτούς ο επίσκοπος Κόνιτσας, Ανδρέας. Σε μια εκδήλωση οργανωμένη από ακροδεξιούς κύκλους  για να τιμηθούν οι σκοτωμένοι από τους κομμουνιστές κατά τον εμφύλιο πόλεμο στο Γράμμο και στο Βίτσι, μίλησε για την ΧΑ με τα θερμότερα λόγια ως τα «παιδιά με τις μαύρες μπλούζες», και έκλεισε την ομιλία του με την ευχή πως σύντομα θα αντικαθιστούσαν αυτές τις μαύρες μπλούζες με μπλε και λευκές, εννοώντας τα χρώματα της ελληνικής σημαίας. Ο Αμβρόσιος, ο ίδιος κληρικός που υπήρξε ιερέας της χωροφυλακής υπό τη δικτατορία του 1967-74, επίσης εκφράστηκε πολύ θετικά  προς την ΧΑ. Σε μια δήλωση ενώ αναφέρονταν  σε κάποιες «ατυχείς πράξεις» κάποιων από τα μέλη της, τους αποκάλεσε «γλυκιά ελπίδα « για τη χώρα. Είναι επίσης ενδιαφέρον πως αν και ο φόνος του Παύλου Φύσσα το 2013 προκάλεσε οργή σε πολλούς στην ιεραρχία, ο επίσκοπος Αμβρόσιος, ενώ καταδίκασε το έγκλημα, δεν καταδίκασε αυτή καθαυτή την ΧΑ, και είπε ακόμη πως υπήρχαν πολλά σοβαρά άτομα μέσα στο κόμμα που έπρεπε να πάρουν επιτέλους το ρόλο που τους ταίριαζε. Άλλοι επίσκοποι, όπως ο Άνθιμος στη Θεσσαλονίκη και ο Νικόλαος στη Φθιώτιδα, δέχτηκαν ανοιχτά και φιλικά τον αρχηγό της ΧΑ στα γραφεία τους το 2017 και 2018 αντίστοιχα, μετά το φόνο του Φύσσα και στη διάρκεια της δίκης της ηγεσίας της ΧΑ ως εγκληματικής οργάνωσης. Τέλος βγήκε στην επιφάνεια ένα βίντεο που έδειχνε τον αρχηγό της ΧΑ να λέει πως υπήρχαν κάποιοι επίσκοποι που στήριζαν ενεργά την ΧΑ, είτε ζητώντας από ανθρώπους να ψηφίσουν το κόμμα ή και πληρώνοντας το ενοίκιο για τα γραφεία του.

Υπάρχουν φυσικά επίσης, επίσκοποι που αντέδρασαν ενάντια στη δραστηριότητα της ΧΑ  και προσπάθησαν να πάρουν αποστάσεις από αυτή, επικρίνοντας το κόμμα με κάθε δυνατό τρόπο. Το ενδιαφέρον και ανησυχητικό κομμάτι ωστόσο, είναι πως υπάρχουν ορθόδοξοι επίσκοποι και ιερείς που, αγνοώντας ή εν μέρει δεχόμενοι την νεοναζιστική και ρατσιστική καταγωγή της ΧΑ, την στηρίζουν ανοιχτά σε ομιλίες και κηρύγματα. Επιπλέον, η εκκλησία ως θεσμικό σύνολο δεν έχει πάρει επίσημη στάση εναντίον της ΧΑ, ίσως για να διατηρήσει την ισορροπία μέσα στην Ιερά Σύνοδο. Αν και η εκκλησία έχει τοποθετηθεί ανοιχτά εναντίον του κομουνισμού και των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων στο παρελθόν, τώρα προσπαθεί να διατηρήσει ουδέτερη στάση. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους επικρίνεται ευρέως. Ακόμη και μετά το φόνο του Φύσσα, η εκκλησία δεν καταδίκασε ανοιχτά την ΧΑ και έκανε μόνο μια γενική δήλωση καταδικάζοντας τη βία όπως και έκανε μετά την δολοφονία των δυο μελών της ΧΑ, διατηρώντας έτσι ίσες αποστάσεις.

 

Συμπέρασμα

Όπως αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του άρθρου, ο απολυταρχισμός μπορεί να μην είναι ο πιο κατάλληλος όρος στη μελέτη του ρόλου της ΟΕΕ. Παρόλα αυτά, το βασικό προκαταρκτικό συμπέρασμα είναι πως η ΟΕΕ είναι κατά κύριο λόγο πιο κοντά σε συντηρητικές, δεξιές, ακροδεξιές και απολυταρχικές ιδεολογίες και πρακτικές, ενώ ιστορικά η συνεργασία με δικτάτορες ήταν επίσης δυνατή και αποδεκτή. Δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί μια τέτοια θέση από τη πλευρά της εκκλησίας, καθώς μοιάζει να μην υπάρχει κάποια θεολογική και βιβλική δικαιολογία για αυτό· βασίζεται, μάλλον, σε ιδεολογική και πολιτική αιτιολόγηση. Ωστόσο, όλα τα παραπάνω δείχνουν πως οι σχέσεις μεταξύ της ΟΕΕ και του απολυταρχισμού και της ακροδεξιάς είναι ένα ευρύ και ανοιχτό πεδίο για επιπλέον έρευνα και ανάλυση.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com