Δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Utopian Studies 3. Η Libby Falk Jones είναι ακαδημαϊκός και λογοτέχνης.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Δημοσιεύθηκε την 14 Ιουλίου, 2023






Με αφετηρία αυτό που η Elaine Showalter έχει αποκαλέσει την «άγρια ζώνη» της θηλυκής ελευθερίας, οι φεμινιστικές ευτοπίες – ειδικά εκείνες της τελευταίας δεκαετίας – έχουν προσφέρει ενδυναμωτικά οράματα του μέλλοντος για τις γυναίκες και τους άντρες. Πράγματι, η ευτοπική τάση μοιάζει αναγκαίο συστατικό της πολιτικής της χειραφέτησης: πριν αλλάξουμε τα πράγματα, πρέπει να μπορούμε να τα φανταστούμε διαφορετικά. Όμως ακαδημαϊκοί όπως οι Lee Cullen Khanna, Carol Kessler, Nadia Khouri και Carol Pearson έχουν δείξει, οι πρόσφατες ευτοπικές φαντασίες είναι ρεαλιστικές παρά εξιδανικευμένες σε χαρακτήρα, πλοκή και θέμα· το όραμα για το μέλλον που απεικονίζουν έτσι είναι αμφίσημο.

Παράλληλα με αυτή τη κίνηση προς την ευτοπική πολυπλοκότητα είναι η πρόσφατη δημοσίευση ή εκ νέου ανακάλυψη κάμποσων φεμινιστικών δυστοπιών, όπως το Swastika Night της Katherine Burdekin, τα Native Tongue και The Judas Rose της Suzette Haden Elgin, το Benefits της Zoe Fairbairn, το The Clan of the Cave Bear της Jean Auel και το The Handmaid’s Tale της Margaret Atwood. Στις πατριαρχικές κοινωνίες που απεικονίζονται σ’ αυτά τα έργα υποθετικής (speculative) μυθοπλασίας, οι γυναίκες αντικειμενοποιούνται και καταπιέζονται· η κυρίαρχη μεταφορά είναι εκείνη της σιωπής. Ωστόσο, όπως οι ευτοπικές αφηγήσεις δεν είναι απόλυτα ιδανικές, ούτε και αυτά τα δυστοπικά οράματα είναι αδυσώπητα ζοφερά. Οι γυναίκες στα έργα αυτά έχουν ξεκινήσει να σπάνε τις σιωπές, να βρίσκουν τις ατομικές και συλλογικές φωνές τους. Θέλω να εξερευνήσω και τις συνθήκες καταπίεσης και τη κίνηση προς την έκφραση του εαυτού σε δυο από αυτές τις αφηγήσεις, στο Ούρσους, το πνεύμα των σπηλαίων (The Clan of the Cave Bear) και στο Η ιστορία της θεραπαινίδας (The Handmaid’s Tale) (ΣτΜ: Το βιβλίο υπάρχει και σε παλιότερη έκδοση με τίτλο Η ιστορία της πορφυρής δούλης).

Και τα δυο αυτά βιβλία απεικονίζουν κοινωνίες στις οποίες οι γυναίκες έχουν φιμωθεί. Στην φανταστική ιστορία των Νεάντερταλ της Auel, η συμπεριφορά και οι αξίες των γυναικών είναι περιορισμένες. Οι γυναίκες πρέπει να κοιτάνε χαμηλά, πρέπει να ζητήσουν την άδεια από τους άνδρες για να μιλήσουν, πρέπει να αναφέρονται στον εαυτό τους σε τρίτο πρόσωπο. Αν και η δουλειά τους για τη συγκέντρωση και προετοιμασία της τροφής, για τη συντήρηση του κυνηγιού, για την επεξεργασία των δερμάτων, για τη κατασκευή ρούχων και για την ανατροφή των παιδιών είναι πολύτιμη για την επιβίωση της φυλής, οι γυναίκες αναμένεται να παραμείνουν στην εστία του πατέρα ή του άντρα τους και να υποταχθούν σεξουαλικά στην επιθυμία οποιουδήποτε αρσενικού της Φυλής. Επιπλέον καταπίεση είναι αναγκαία για την Άιλα, την πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος. Ένα πεντάχρονο παιδί των πιο εξελιγμένων Κρο Μανιόν που μπαίνει στη φυλή όταν η οικογένεια της καταστρέφεται σε ένα σεισμό, η Άιλα φέρνει αξίες και χαρακτηριστικά ασύμβατα με την άποψη της Φυλής για την γυναίκα. Για να γίνει αποδεκτή από τη Φυλή, η Άιλα πρέπει να συμμορφωθεί με τις αναμενόμενες θηλυκές συμπεριφορές: επιπλέον, πρέπει να εγκαταλείψει την ηχητική της γλώσσα για χάρη της νοηματικής επικοινωνίας της Φυλής και πρέπει να πειθαρχήσει την έκφραση των συναισθημάτων της – πρέπει να προσπαθήσει να μη γελάσει ή να χύσει δάκρυα. Αν και το μυθιστόρημα καταγράφει με μεγάλη συμπόνοια τις προσπάθειες της Άιλα για συμμόρφωση – και δείχνει το βαθμό στον οποίο δέχεται τις αξίες της Φυλής όταν κρίνει τον εαυτό της ως άσχημο – η Άιλα δεν είναι ποτέ απόλυτα δεκτή. Για τους άντρες ακόμη και για τις γυναίκες της Φυλής – όπως παραδέχεται η μητέρα της στη Φυλή, Ίζα στο νεκροκρέβατο της – η Άιλα παραμένει Γυναίκα των Άλλων.

Η Άιλα με το τρόπο αυτό τυποποιεί, με τους όρους της de Beauvoir, την θέση όλων των γυναικών. Η γυναίκα, γράφει η de Beauvoir, «ορίζεται και διαφοροποιείται με αναφορά τον άνδρα και όχι με αναφορά την ίδια· είναι η συνεπαγόμενη, η ασήμαντη αντίθετα με το σημαντικό. Αυτός είναι το Υποκείμενο, αυτός είναι το Απόλυτο – εκείνη είναι το Άλλο». Ως το Άλλο, συνεχίζει η de Beauvoir, η γυναίκα «σταθεροποιείται… ως αντικείμενο και καταδικάζεται… σε εμμένεια…».

Η θεραπαινίδα στην αφήγηση της Atwood έχει αντικειμενοποιηθεί και φιμωθεί με παρόμοιο τρόπο. Το φονταμενταλιστικό, απολυταρχικό καθεστώς της Γκίλεαντ έχει υποτάξει τις γυναίκες, περιορίζοντάς τες σε περιορισμένους υπηρετικούς ρόλους – Θεραπαινίδες, Συζύγους, Θείες, Μάρθες, ακόμη και Τζεζεμπελ – και αποδίδοντας αξία μόνο στην υπηρεσία ή στην αναπαραγωγική τους ικανότητα. Οι γυναίκες, που πλέον δεν επιτρέπεται να διαβάζουν, να γράφουν ή να σκέφτονται, έχουν χάσει τις φωνές τους. Νωρίς στο βιβλίο, η αφηγήτρια  θυμάται τις κουβέντες των γυναικών, που παλιότερα σιχαίνονταν αλλά που τώρα αποζητά. Στις προπαγανδιστικές ταινίες στο Πορφυρό Κέντρο, ο ήχος έχει αφαιρεθεί, σβήνοντας τις φωνές των διαδηλωτριών των προηγούμενων εποχών. Ακόμη και η Σερίνα Τζόι, η πρώην ευαγγελίστρια που έγινε Σύζυγος, έχει μείνει δίχως φωνή. Το καθεστώς έχει εισάγει ένα νέο Μακαρισμό: Ευλογημένοι οι σιωπηλοί. Σε λίγα χρόνια, τα κορίτσια της Γκιλεάντ που θα παντρευτούν με τα λευκά τους φορέματα θα «είναι σιωπηλές από πάντα».

Συχνά η αφηγήτρια μιλά για την ίδια της την σιωπή. «Είμαι ένα κενό, εδώ, μεταξύ παρενθέσεων», περιγράφει τον εαυτό της. Η ιστορία θα είναι αόρατη· για την κόρη της έχει «διαγραφεί». Το ίδιο της το όνομα έχει αφαιρεθεί από αυτή, αντικαταστάθηκε από ένα κτητικό πατρωνυμικό – Of-red – εννοώντας επίσης «θυσιασμένη» (offered). Δίχως όνομα ή φωνή, η θεραπαινίδα είναι αντικείμενο. «Μπορούν να μου κάνουν ότι θέλουν. Είμαι δούλα», λέει. Η αναπαραγωγή, ενώ εξιδανικεύεται, απανθρωποποιείται επίσης· το σώμα έχει γίνει αντικείμενο, έχει γίνει ένα «αυτό». πριν, στην ελεύθερη ζωή της, η αφηγήτρια σκεφτόνταν το σώμα της ως «ένα εργαλείο», κάτι που μπορούσε να ελέγξει και να χρησιμοποιήσει. Τώρα βλέπει τον εαυτό της σαν σύννεφο, «στερεοποιημένο γύρω από ένα κεντρικό αντικείμενο, στο σχήμα αχλαδιού, που είναι σκληρό και πιο αληθινό από την ίδια…. Μέσα του υπάρχει ένας χώρος, τεράστιος σαν τον ουρανό την νύχτα…». Το σώμα έχει γίνει ο εαυτός – ένας διαμελισμένος όμως, ατελής εαυτός. Η θεραπαινίδα είναι μια «δίποδη μήτρα», ένας κορμός για το γιατρό στη διάρκεια της εξέτασης και για τον Διοικητή κατά τη συνουσία. Το βιβλίο είναι γεμάτο με εικόνες ακρωτηριασμού και διαμελισμού. Η ίδια η ιστορία είναι σε «θραύσματα, σαν ένα σώμα που βρέθηκε σε διασταυρούμενα πυρά ή που τεντώθηκε με δύναμη… μια χωλή και σακατεμένη ιστορία».

Ωστόσο και η Άιλα και η θεραπαινίδα αρχίζουν να σπάνε τις σιωπές, να αντιστέκονται στην αντικειμενοποίηση, να κεφαλαιοποιούν την αλλότητα τους. Στη περίπτωση της Άιλα, εκείνα τα γνωρίσματα που την κάνουν Άλλη, αν και της προκαλούν πόνο και την εμποδίζουν από το να γίνει απόλυτα δεκτή από τη Φυλή, γίνονται στη πράξη τα μέσα της απελευθέρωσης της. Είναι σωματικά ανώτερη όχι μόνο από τις γυναίκες αλλά και από τους άνδρες της Φυλής: είναι ψηλότερη, δυνατότερη, καλύτερα φτιαγμένη για κίνηση. Το ύψος της σημαίνει πως κυριολεκτικά κοιτά προς τα πάνω έναν άνδρα όταν είναι στα γόνατα της· η δύναμη και η ευκινησία της της επιτρέπουν να αναπτύξει τις ικανότητες της κολύμβησης και του κυνηγιού που ξεπερνούν των περισσότερων ανδρών. Νοητικά, διαθέτει περιέργεια, αίσθηση δικαιοσύνης, και ικανότητα για λογική και αφηρημένη σκέψη που μπερδεύει τον Κρεμπ και τον Μπρουν, τους γηραιούς της Φυλής. Οι γνωσιακές ικανότητες της αντικαθιστούν  και ξεπερνούν την λειτουργία της μνήμης στη Φυλή για τη διατήρηση της κουλτούρας της.

Επειδή τα γνωρίσματα αυτά παραδοσιακά αποδίδονται σε άντρες, και επειδή η ιστορία της Άιλα είναι περιπέτειας και επιβίωσης παρά αγάπης, η Diane Wood την έχει χαρακτηρίσει θηλυκό ήρωα παρά ηρωίδα. Ο πετυχημένος ανταγωνισμός της με τους άντρες της Φυλής είναι εμφανής στη κορύφωση της ιστορίας όταν ο Μπρουν, και όχι ο κατώτερος Μπρουντ, αναγνωρίζει πως η Άιλα θα είχε γίνει ο καλύτερος αρχηγός για τη Φυλή: «Ήταν γυναίκα, και είχε περισσότερο κουράγια από σένα Μπρουντ, περισσότερη αποφασιστικότητα, περισσότερο αυτοέλεγχο. Ήταν περισσότερο άνδρας από σένα. Η Άιλα έπρεπε να είναι ο γιος του ταιριού μου». Όμως το σημαντικότερο, η απόκτηση της αρρενωπότητας από την Άιλα δεν είναι σε βάρος της θηλυκότητας· αντίθετα διατηρεί και δεν απορρίπτει τα καλύτερα από τα παραδοσιακά γυναικεία χαρακτηριστικά της Φυλής. Εδώ δεν εννοώ την ικανότητα της σε γυναικείες δουλειές, τη βιολογία της ή τον ετεροφυλόφιλο προσανατολισμό της, που τα αναφέρει όλα η Wood, αλλά την ικανότητα της  να φροντίσει και να θεραπεύσει. Τα πιο δυνατά συναισθήματα της Άιλα είναι εκείνα για το γιό της· τον γεννά με μεγάλο σωματικό κόστος και ρισκάρει τη ζωή της για να συντηρήσει τη ζωή του μετά τη γέννηση του. Αν και ο θάνατος της Ίζα αναγκάζει τον Ντουρκ να απογαλακτιστεί νωρίς, διατηρεί μια ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα του, αποκαλώντας την «Μαμά», μια λέξη άγνωστη στη Φυλή. Ως Θεραπεύτρια, η Άλια εκτείνει την ικανότητα της να προσφέρει ζωή σε ολόκληρη τη Φυλή. Η Άιλα έχει «κάτι μέσα της που την κάνει να θέλει να βοηθήσει τους ανθρώπους», ένα χάρισμα, ένα ταλέντο για θεραπεία. Η θέση της ως Θεραπεύτρια της δίνει μεγάλο κύρος στη Φυλή και μεταξύ των άλλων Φυλών. Διαθέτοντας τα καλύτερα στοιχεία  τόσο αρσενικά όσο και θηλυκά, η Άιλα είναι ανδρόγυνη: «Δεν ταιριάζει σε καμιά κατηγορία· είναι γυναίκα και μη γυναίκα, άντρας και μη άντρας. Είναι μοναδική». Η ανδρογυνία της πηγή προσωπικής δύναμης και μέσο συντήρησης, σε ένα διαφορετικό κόσμο που έρχεται, οι καλύτερες ανδρικές και γυναικείες αξίες της Φυλής. Αν και τυπικά εξορισμένη από τη Φυλή, η Άιλα εδραιώνει τον εαυτό της: η νίκη της στην αντίσταση του αρσενικού ορισμού – παρά τη κατάρα του Μπρουντ, δεν είναι «νεκρή» – είναι η αρχή του ταξιδιού της για να βρει τη πλήρη φωνή της ανάμεσα στο δικό της είδος.

Αν το ταξίδι της Άιλα προς την απόκτηση εαυτού είναι εκείνο της ανακάλυψής, της θεραπαινίδας είναι εκείνο της επανεύρεσης. Υποβιβασμένη στη Γκίλεαντ σε ψίθυρους μέσα από τρύπες και σε μουρμουρητά σε δημόσιες συγκεντρώσεις, η θεραπαινίδα είναι αποφασισμένη, κατά τα λόγια της Adrienne Rich, να ξεσκεπάσει το κρυμμένο και να κάνει τη παρουσία της εμφανή. «Θα προσπαθήσω», λέει, «να μην παραλείψω τίποτα». Έχει απόλυτη επίγνωση των ελλειμάτων της ως αφηγήτριας και χαρακτήρας· λέγοντας για την ιστορία της: «Εύχομαι να με έδειχνε πιο θετικά, αν όχι πιο ευτυχισμένη, τουλάχιστον πιο ενεργή, λιγότερο διστακτική, λιγότερο αποσπασμένη από λεπτομέρειες. Εύχομαι να είχε περισσότερη μορφή». Η ιστορία της είναι μια ανασύσταση του εαυτού στον οποίο πλησιάζει μέσω παρατήρησης, μνήμης και αίσθησης για σύνδεση με το παρελθόν της και το παρόν της, να ορίσει μια νέα πραγματικότητα. «Όποια και αν είναι η αλήθεια», σχολιάζει, «θα είμαι έτοιμη για αυτή».

Η Sherry Ortner έχει σημειώσει πως «οι γυναίκες τείνουν να βιώνουν πράγματα, αισθήματα και ανθρώπους ως συγκεκριμένα αντί για αφηρημένα, υποκειμενικά και διαπροσωπικά παρά αντικειμενικά». Ο κόσμος της θεραπαινίδας είναι ο κόσμος της χειροπιαστής λεπτομέρειας, τον «πραγματικών αντικειμένων» των αισθήσεων – οσμών ταγισμένου λαδιού, ενός τσιγάρου, αναμνήσεων από λευκές πλαστικές σακούλες για ψώνια, βερνικιού νυχιών, πείνας και γεύσης. Το οπτικό της πεδίο είχε περιοριστεί από τις λευκές παρωπίδες που φορά, αλλά η θεραπαινίδα βλέπει με το μάτι του μυαλού της και μεταφέρει τι γίνεται. Η ιστορία της είναι πραγματικών ανθρώπων, η Μόιρα, η Τζανίν, η μητέρα της, ο Λούκ, ο Νικ, ο Διοικητής και η κόρη της. Η άποψη της μπορεί να περιορίζεται από την ίδια της την εμπειρία – δεν ξέρει τίποτα, παραδέχεται, για αυτό που σκέφτονται οι άνθρωποι πραγματικά – αλλά είναι πιστή σε όλες τις πτυχές αυτής της εμπειρίας, δίνοντας πολλές εκδοχές  ενός γεγονότος όπως η πρώτη της επίσκεψη στο δωμάτιο του Νικ· αφήνοντας μια άλλη φωνή να μιλήσει, όπως λέγοντας την ιστορία της Μόιρα· όλα σε μια προσπάθεια να ανακατασκευάσει την αλήθεια. Η αφήγηση είναι ασύνδετη, με αυτό-επίγνωση, μερικές φορές μπερδεμένη, καθώς η θεραπαινίδα προσπαθεί να κατανοήσει τις επιλογές που έκανε και να πάρει την ευθύνη για τη ζωή της. Έτσι το κείμενο εδώ είναι δράση· δισταγμός και σύγχυση, το γνώρισμα της δέσμευσης. Η αναζήτηση οδηγεί τελικά έξω από τον εαυτό, σε μια κοινότητα: «υπάρχει ένα όλοι μας, και υπάρχει και ένα εμείς».

 

Αντίθετα όμως από την τελική αψήφηση του θανάτου από την Άιλα, η φωνή της θεραπαινίδας τελειώνει με ασάφεια. Είναι το μαύρο φορτηγό παράγοντας ολέθρου ή απελευθέρωσης; Το ότι η ιστορία της θεραπαινίδας έχει εντοπιστεί και διατηρηθεί για κάπου διακόσια χρόνια μετά την εποχή της ιστορίας δηλώνει ίσως απελευθέρωση· αλλά όποιο και αν είναι το τελικό αποτέλεσμα, η αφήγηση είναι χαρακτηριστική της επίτευξης του εαυτού. Ωστόσο, όπως προσπαθούμε να τοποθετήσουμε αυτές τις μεμονωμένες ιστορίες σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, και τα δυο βιβλία προκαλούν τρομακτικά ερωτήματα.

Η ανδρογυνία της Άιλα είναι αξιοθαύμαστη, είναι όμως μια τέτοια θηλυκή ανδρογυνία εφικτή στη σύγχρονη κοινωνία; Ή μπορεί να εμφανιστεί μόνο σε μια κοινωνία στην οποία το θηλυκό είναι πάντοτε τόσο σωματικά όσο και πνευματικά ανώτερο από το αρσενικό; Στη συνέχεια της Η κοιλάδα των αλόγων (The Valley of Horses), η Auel προσπαθεί να απαντήσει αυτό το ερώτημα με το να δημιουργήσει το αρσενικό ανδρόγυνο ανάλογο της Άιλα, τον Τζονταλάρ, που προσπαθεί – ανεπιτυχώς, κατά την άποψη μου – να αποδεχτεί και ακόμη και να υμνήσει την ανδρογυνία της Άιλα. Ακόμη και στο τρίτο βιβλίο της Auel, Οι Κυνηγοί των Μαμούθ (The Mammoth Hunters), η Άιλα παραμένει ο μόνος πλήρως ανδρόγυνος χαρακτήρας. Άλλες ουτοπίες, αποκλειστικά θηλυκές και με αναστροφή ρόλων, όπως το Herland της Charlotte Perkins Gilman, το The Wanderground της Sally Miller Gearheart και το Ruins of Isis της Marion Zimmer Bradley, υπογραμμίζουν τη δυσκολία δημιουργίας και διατήρησης της ανδρογυνίας σε μια ετεροφυλοφιλική κοινωνία.

Η Ιστορία της Θεραπαινίδας δείχνει ένα ακόμη λιγότερο αισιόδοξο μέλλον. Στη κατακλείδα, η φωνή της θεραπαινίδας αντικαθίσταται από μια διαφορετική, ωστόσο οικεία, φωνή που οι περισσότεροι από εμάς θα αναγνώριζαν ως ελάχιστα παρωδική – εκείνη των κοινωνικών επιστημόνων της Ερευνητικής Εταιρείας της Γκιλεάντ, που συναντιόνται το 2195, περίπου διακόσια χρόνια μετά την ίδρυση της Γκιλεάντ, για να συζητήσουν το χειρόγραφο που μόλις διαβάσαμε. Η αρχική αντίδραση του αναγνώστη είναι ανακούφιση – τουλάχιστον η Γκιλεάντ τελείωσε – αλλά σύντομα η ανακούφιση δίνει τη θέση της στο θυμό και ακόμη και στο φόβο, αυτός ο επίλογος είναι η καταγγελία της Atwood προς την ακαδημία ως όργανο της φίμωσης και θυματοποίησης της των γυναικών.  Η ακαδημία έχει ήδη εμπλακεί φυσικά, με την ιστορία να εκτυλίσσεται στο Κέιμπριτζ και ειδικά στο Χάρβαρντ – τα Μάτια κατέχουν την Βιβλιοθήκη και τους κοιτώνες, ενώ τα θύματα κρέμονται από τον τοίχο από τούβλα που περικυκλώνει το Προαύλιο του Χάρβαρντ – που υπονοεί πως από συμμετοχή ή αδιαφορία, το πανεπιστήμιο άνοιξε το δρόμο για την κατοχή. Η επίθεση της Atwood κορυφώνεται στον επίλογο, όπου ο άνδρας-αφηγητής παίρνει μια απρόσωπη, ακαδημαϊκή αποκομμένη στάση προς αυτή τη περίοδο της ιστορίας. «Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί», λέει, «με το να κάνουμε ηθικές κρίσεις για τους κατοίκους της Γκιλεάντ…. Η δουλειά μας δεν είναι να λογοκρίνουμε αλλά να καταλάβουμε». Μπορεί να διάβασε το ίδιο κείμενο με εμάς; Ο καθηγητής συνεχίζει αστειευόμενος σε βάρος της θεραπαινίδας, αλλιώτικα από τη δική της ωμή χιουμοριστική ειλικρίνεια: εξισώνει την ιστορία της με υστερία, το «Δίκτυο Γυναικών» μέσω του οποίου κάποιες γυναίκες δραπέτευσαν από τη Γκιλεάντ με «Δίκτυο Εύθραυστων». Επιπλέον, αμφισβητεί την αυθεντικότητα της αφήγησης της θεραπαινίδας· διστάζει να της αποδώσει την ιδιότητας του «τεκμήριου». Ωστόσο προχωρά στο να ιδιοποιηθεί την ιστορία της και να απορρίψει την ατομική της εμπειρία: «Η συγγραφέας μας… ήταν μια μέσα στις πολλές, και πρέπει να ιδωθεί μέσα στα ευρύτερα όρια της στιγμής της ιστορίας της οποίας ήταν κομμάτι». Για αυτόν, η εμπειρία της θεραπαινίδας δεν έχει αξία ως τέτοια – την βλέπει μόνο ως αντικείμενο προς έρευνα, και έτσι ακόμη, αντικείμενο περιορισμένης χρησιμότητας. Μιλώντας για τα κενά στην αφήγηση, λέει η αφηγήτρια μπορεί να τα γέμισε.

 

«…αν είχε διαφορετική στροφή του νου. Θα μπορούσε να μας πει πολλά για τη δομή της αυτοκρατορίας της Γκιλεάντ, αν είχε τα ένστικτα ενός δημοσιογράφου ή κατασκόπου. Τι δε θα δίναμε, τώρα, ακόμη και για είκοσι σελίδες περίπου εκτυπώσεων από το προσωπικό υπολογιστή του Γουώτερφορντ!»

Έτσι η φωνή της θεραπαινίδας – η φωνή της ομιλίας της, γιατί η αφήγηση της καταγράφηκε σε μαγνητοταινία – αγνοήθηκε ακόμη μια φορά από την πατριαρχική ακαδημία για χάρη μιας απρόσωπης οπτικής από τα πάνω. Αυτό έχει συμβεί σίγουρα στο παρελθόν· συμβαίνει στην ιστορία της θεραπαινίδας στο κοντινό μέλλον· η Atwood λέει πως σε διακόσια χρόνια από τώρα, παρά όλες τις προσπάθειες μας να σπάσουμε τις σιωπές, να αποκαταστήσουμε στις γυναίκες τις φωνές τους, μπορεί να συμβαίνει ακόμη. Το 2195 μπορεί να είναι ένα μέλλον ακόμη πιο δυστοπικό από ότι η Γκιλεάντ.

Ωστόσο πόσο αποτελεσματική είναι η απόρριψη του καθηγητή;  Η Andrea Dworkin σημειώνει πως στις πορνογραφικές ταινίες, οι κραυγές των γυναικών είναι στη πραγματικότητα σιωπή – επειδή κανείς δεν προσέχει τη πραγματική τους σημασία. Με αυτό το κριτήριο, η φωνή της θεραπαινίδας σπάει τη σιωπή, γιατί ακούγεται. Ο καθηγητής στο τέλος δεν μπορεί ούτε να ιδιοποιηθεί ούτε και να ακυρώσει τη φωνή της: μπορούμε να αγνοήσουμε τις προσπάθειες του, αλλά δεν μπορούμε να την σωπάσουμε. Ο καθηγητής είναι ένα πετυχημένο διδακτικό τέχνασμα σ’ αυτό το μυθιστόρημα, αλλά η θεραπαινίδα είναι ένας ολοκληρωμένος, πραγματικός και αξέχαστος χαρακτήρας. Έτσι οι φωνές των γυναικών επιμένουν, παρά – ίσως εξαιτίας -των σιωπών.

Η σιωπή δεν σημαίνει μόνο απουσία αλλά και δυνατότητα. Όπως επισημαίνει η Adrienne Rich, αν ακούσουμε και δούμε «σε όλες τις περιγραφές του κόσμου που μας δίνονται, για τις σιωπές, τις απουσίες, τα ανώνυμα, τα ανείπωτα», μπορεί να βρούμε «τη πραγματική γνώση των γυναικών», στη σύντομη ιστορία της Isak Dinensen (ΣτΜ: λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Karen von Blixen-Finecke), Η Κενή Σελίδα, όπως δείχνουν η Gayle Greene και η Coppelia Kahn, το αλέκιαστο νυφικό σεντόνι που κρέμεται στο διάδρομο  είναι μια αισθητή σιωπή, ένα ξεκάθαρα φωνητικό ανατρεπτικό υπόρρητο νόημα: «είναι η κενή σελίδα που συλλαμβάνει τη προσοχή του αναγνώστη της ιστορίας». Για το Γάλλο μαρξιστή Pierre Macherey, η σιωπή εκφράζει τον εαυτό της: «Είναι στη σημαντική σιωπή ενός κειμένου, στα κενά του και τις απουσίες του που μπορεί να γίνει πραγματικά αισθητή η παρουσία της ιδεολογίας». Για τις Γαλλίδες φεμινίστριες όπως η Marguerite Duras, η σιωπή επιτρέπει δημιουργικότητα – είναι απαραίτητη για δημιουργικότητα: «Ξέρω πως όταν γράφω υπάρχει κάτι μέσα μου που σταματά να λειτουργεί, κάτι που σωπάζει. Αφήνω κάτι να με κυριεύσει εσωτερικά που πιθανώς με πηγάζει από την θηλυκότητα… είναι σα να επιστρέφω σε μια άγρια χώρα». Η φωνή που ανακαλύπτεται στη σιωπή, σε αυτό που η Mary Dally αποκαλεί «οι βαθιές μας καταβολές, η πηγή μας», με τους όρους της Susan Griffin, «ακτινοβολεί με θέληση, με την επιθυμία να μιλήσει· τραγουδά με τους καθαρούς τόνους της από καιρό καταπιεσμένης έκφρασης, είναι λαμπερή με φως, με δυνατές και όμορφες μορφές, με μορφές που ενσαρκώνουν την αίσθηση και επεκτείνουν την ικανότητα του θεατή, του ακροατή, να αισθανθεί». Όπως γράφει η rich στο ποίημα της «Χαρτογραφίες της Σιωπής», «Η σιωπή μπορεί να είναι σχέδιο/ εκτελεσμένο σχολαστικά/ το σχεδιάγραμμα μιας ζωής/ Είναι παρουσία/ έχει ιστορία/ μορφή/ Μη τη μπερδεύεις/ με κάθε λογής απουσία».

Έτσι οι φωνές των γυναικών στις δυστοπίες είναι διπλά δυνατές, καθώς επανέρχονται από την αρνητική φίμωση σε μεγαλόφωνο ήχο. Ίσως σήμερα, όταν η πρόοδος μοιάζει να μας μεταφέρει πιο κοντά στο ευτοπικό μέλλον, το δημιούργημα της δυστοπίας είναι αναγκαίο για να στρέψει τη προσοχή στην ευθραυστότητα και καινοφάνεια των φωνών των γυναικών, να μας κρατά από το να θεωρούμε την ελευθερία μας να μιλάμε δεδομένη, να κινητοποιεί την ανάγκη για συνέχιση του αγώνα, και στο να τονίζεται το κουράγιο και η ομορφιά εκείνων που σπάνε σιωπές.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com